κρυψιμέτωπος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
κρυψιμέτωπον, hiding the forehead, Luc.Lex.7.
German (Pape)
[Seite 1517] die Stirn verbergend, Luc. Lexiph. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cache le visage.
Étymologie: κρύπτω, μέτωπον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυψιμέτωπος -ον [κρύψις, μέτωπον] die het gezicht verbergt.
Russian (Dvoretsky)
κρυψῐμέτωπος: ὁ (sc. κρατήρ) кубок с большим раструбом (досл. закрывающий чело) Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κρυψιμέτωπος: -ον, ὁ κρύπτων τὸ μέτωπον, Λουκ. Λεξιφ. 7.
Greek Monolingual
κρυψιμέτωπος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει το μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. αντιμέτωπος, λευκομέτωπος].