πολύμοχθος
English (LSJ)
πολύμοχθον,
A much-labouring, suffering many things, S.OC165 (lyr.), 1231 (lyr., dub.), E.Hec.95 (anap.), HF1197 (lyr., Comp.), IA1330 (lyr.).
II Pass., won by much toil, toilsome, ἀρετά Arist.Fr.675.1; κῦδος IG3.1374; wrought with much toil, ἐλέφας Theoc.28.8.
German (Pape)
[Seite 667] mit viel Arbeit, Mühsal, solche verursachend u. habend; Ἄρης, Eur. Phoen. 791; γένος ἁμερίων, I. A. 1330; οὐκ ἄν γ' εἰδείης πολυμοχθότερον θνατῶν, Herc. Fur. 1196; Soph. O. C. 162. 1233; ἀρετὰ γένει βροτείῳ, Arist. ep. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui éprouve beaucoup de souffrances.
Étymologie: πολύς, μόχθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύμοχθος -ον [πολύς, μόχθος] zwaar beproefd:; ὦ πολύμοχθ’ ἀλᾶτα zwaarbeproefde zwerver Soph. OC 165; waaraan veel moeite is besteed fraai bewerkt. Theocr. Id. 28.8. inspanningen brengend:. ὦ πολύμοχθος Ἄρης Ares, die zoveel ellende brengt Eur. Phoen. 784.
Russian (Dvoretsky)
πολύμοχθος:
1 причиняющий множество страданий (Ἄρης Eur.);
2 многострадальный, глубоко несчастный (ἀλάτας Soph.; γένος ἁμερίων Eur.);
3 достающийся ценой многих трудов, выстраданный (ἀρετή Arst.);
4 нелегко поддающийся обработке, требующий больших усилий (ἐλέφας Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύμοχθος: -ον, ὁ πολὺ μοχθῶν, πολλὰ πάσχων, Σοφ. Ο. Κ. 165, 1231 (ἴδε πλάζω Ι), Εὐρ. Ἑκάβ. 96, Ι. Α. 1330, κτλ. ΙΙ. παθ., ὃν κτᾶταί τις διὰ πολλῶν μόχθων, ἀρετὴ Ἀριστ. ἐν τῷ Bgk. εἰς Λυρ. σ. 461· κῦδος Συλλ. Ἐπιγρ. 987· ὁ μετὰ πολλοῦ κόπου εἰργασμένος, τὰν ἐλέφαντος πολυμόχθω γεγενημέναν Θεόκρ. 28. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύμοχθος, -ον ΝΜΑ
αυτός τον οποίο αποκτά κανείς με πολύ μόχθο, που απαιτεί πολύ μόχθο, επίμοχθος, επίπονος (α. «πολύμοχθες προσπάθειες», β. «πολύμοχθο επάγγελμα» γ. «πολύμοχθος Ἀρετὰ γένει βροτείῳ», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που μοχθεί πολύ, που καταβάλλει πολλούς κόπους (α. «τὰ τῆς ματαιότητος καὶ πολυμόχθου σαρκός», Νεκρ. Ακολ.
β. «τῶν πολυμόχθων Τρωιάδων», Ευρ.)
αρχ.
επεξεργασμένος με πολύ μόχθο («πολυμόχθω γεγενημέναν [ἠλακάτην]», Θεοκρ.).
επίρρ...
πολυμόχθως ΜΑ
με πολύ μόχθο, με πολύ κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μόχθος (πρβλ. επίμοχθος)].
Greek Monotonic
πολύμοχθος: -ον, I. αυτός που μοχθεί πολύ, αυτός που υποφέρει από πολλά πράγματα, σε Σοφ., Ευρ.
II. Παθ., αυτό που κερδίζεται με σκληρή εργασία, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
πολύ-μοχθος, ον,
I. much-labouring, suffering many things, Soph., Eur.
II. pass. won by much toil, Anth.: wrought with much toil, Theocr.
Translations
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung