πρόσκομμα
English (LSJ)
προσκόμματος τό, (προσκόπτω)
A stumble, λίθου πρόσκομμα LXX Is.8.14; ὁ λίθος τοῦ προσκόμματος = the stumbling stone Ep.Rom.9.33: hence, offence, obstacle, hindrance, LXX Ex.23.33, Ep.Rom.14.13, etc.
II result of stumbling, bruise, hurt, προσκομμάτων ἀπόλυσις Plu.2.1048c, cf. Ath.3.97f.
German (Pape)
[Seite 770] τό, 1) Anstoß, Verstoß, Ärgernis, N.T. – 2) das durch ein Anstoßen, Fehltreten Bewirkte, Verletzung, eigtl. am Fuß, woran man sich gestoßen hat, Ath. III, 97 f. – 3) übertr., Hemmung, Hindernis, Plut.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 obstacle contre lequel on se heurte ; fig. objet de scandale SEPT, NT;
2 heurt, choc, achoppement ; p. suite dommage ou résultat d'un choc.
Étymologie: προσκόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσ-κομμα -ατος, τό [προσκόπτω] obstakel:; λίθος τοῦ προσκόμματος = steen des aanstoots NT Rom. 9.33; overdr. aanstoot:. μὴ τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ uw broeder geen aanstoot te geven NT Rom. 14.13.
Russian (Dvoretsky)
πρόσκομμα: ατος τό
1 препятствие Plut.: λίθος τοῦ προσκόμματος NT камень преткновения;
2 соблазн (τοῖς ἀσθενοῦσιν - v.l. ἀσθενέσιν NT).
English (Strong)
from προσκόπτω; a stub, i.e. (figuratively) occasion of apostasy: offence, stumbling(-block, (-stone)).
English (Thayer)
προσκόμματος, τό (προσκόπτω), a stumbling-block, i. e. an obstacle in the way which if one strike his foot against he necessarily stumbles or falls; tropically, that over which the soul stumbles, i. e. by which it is impelled to sin: τιθέναι πρόσκομμα τίνι, to put a stumblingblock in someone's way, i. e. tropically, to furnish one an occasion for sinning, WH marginal reading omits); ὁ διά προσκόμματος ἐσθίων (A. V.) who eateth with offence (see διά, A. I:2), by making no discrimination as to what he eats occasions another to act against his conscience, λίθος προσκόμματος (from נֶגֶף אֶבֶן), properly, a stone against which the foot strikes (A. V. stone of stumbling), used figuratively of Christ Jesus, with regard to whom it especially annoyed and offended the Jews that his words, deeds, career, and particularly his ignominious death on the cross, quite failed to correspond to their preconceptions respecting the Messiah; hence, they despised and rejected him, and by that crime brought upon themselves woe and punishment: Sept. for מוקֵשׁ, a sore or bruise caused by striking the foot against any object, Athen. 3, p. 97f.; a hindrance (?), Plutarch, mor., p. 1048c. (i. e. de Stoic. repugn. 30,8 at the end).)
Greek Monolingual
-όμματος, το, ΝΑ προσκόπτω
1. καθετί πάνω στο οποίο προσκρούει ή σκοντάφτει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα (α. «η αντιπολίτευση προβάλλει προσκόμματα στο έργο της κυβέρνησης» β. «καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε», ΠΔ.)
αρχ.
1. εκκλ. αφορμή για αμαρτία, σκάνδαλο
2. το αποτέλεσμα του προσκόπτω, πλήγμα, χτύπημα, βλάβη, ζημιά.
Greek Monotonic
πρόσκομμα: -ατος, τό (προσκόπτω), εμπόδιο, κώλυμα, σε Καινή Διαθήκη· αποτέλεσμα παραπατήματος, στο ίδ.· βλάβη, πληγή, χτύπημα, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκομμα: τό, (προσκόπτω) τὸ καθ’ οὗ τις προσκόπτει, λίθος προσκόμματος Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Η΄, 14), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. θ΄, 32˙ ὅθεν, ἐμπόδιον, κώλυμα, σκάνδαλον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 33), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιδ΄, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ προσκόπτειν, βλάβη, πληγή, κτύπημα, προσκομμάτων ἀπόλυσις Πλούτ. 2. 1048C, πρβλ. Ἀθήν. 97F.
Middle Liddell
πρόσκομμα, ατος, τό, προσκόπτω
a stumble, stumbling, NTest.: an occasion of stumbling, NTest.: an offence, obstacle, NTest.
Chinese
原文音譯:prÒskomma 普羅士-康馬
詞類次數:名詞(6)
原文字根:向著-打擊 相當於: (מִכְשֹׁול)
字義溯源:絆腳石,絆腳,阻礙,障礙,抵觸,絆跌,跌倒,叫人跌倒;源自(προσκόπτω)=絆跌),由(πρός)=向著)與(κόπτω)*=砍)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前)。正如以賽亞所說的( 賽8:14),基督乃是那絆腳石,有人要因其絆跌( 羅9:32,33; 彼前2:8),許多法利賽人因主的話,因主所行的,因主在十宇架上的死而絆跌。其次,比較堅強的人,不當絆倒比較軟弱的人( 羅14:13,20);雖然每個人都有自由,但個人的自由不當成為別人的難處( 林前8:9)。此外,基督也是房角石,教會根基的磐石
出現次數:總共(6);羅(4);林前(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 絆腳石(2) 羅14:13; 林前8:9;
2) 絆腳的(1) 彼前2:8;
3) 跌倒(1) 羅14:20;
4) 絆腳(1) 羅9:32;
5) 跘腳的(1) 羅9:33