σηπία

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηπία Medium diacritics: σηπία Low diacritics: σηπία Capitals: ΣΗΠΙΑ
Transliteration A: sēpía Transliteration B: sēpia Transliteration C: sipia Beta Code: shpi/a

English (LSJ)

ἡ, cuttlefish, cuttle-fish, sepia, Hippon.68 B, Epich.61, Ar.Ach.351, al., Antipho Soph.78, Arist.HA524a25, al.; a dainty at Athens, Ar. Ach.1040, etc.

The common cuttlefish (Sepia officinalis) is the best-known cuttlefish species

German (Pape)

[Seite 875] ἡ, der Blackfisch od. Tintenfisch, der, verfolgt, eine schwarze, leuchtende Feuchtigkeit von sich giebt, aus der die braune Malerfarbe sepia bereitet wird; Ar. Ach. 332 Eccl. 126; Arist. H. A. 4, 8; Ath. VII, 323 ff.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
seiche, poisson qui jette une liqueur noire avec laquelle on prépare la sépia.
Étymologie: DELG obscur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηπία -ας, ἡ Ion. σηπίη inktvis.

Russian (Dvoretsky)

σηπία: ἡ зоол. сепия, каракатица Arph., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σηπία: ἡ, «σουπιά», μαλάκιον ὅπερ διωκόμενον ἐκπέμπει μέλαν τι ὑγρὸν καὶ θολώνει τὰ ὕδατα ὅπως διαφύγῃ· ἐκ τοῦ ὑγροῦ δὲ τούτου παρασκευάζεται καὶ τὸ χρῶμα σηπία, Ἱππῶναξ 62, Ἐπίχ. 33 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 351, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, κ. ἀλλ.· πρβλ. θολός (ὁ), θολόω· - ἐν Ἀθήναις ἔτρωγον αὐτὴν ὡς ἔδεσμα ἐκ τῶν ἀρίστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1040, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων, κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την κοινή, σήμερα, ονομασία σουπιά
2. τύπος μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια κεφαλόποδα μαλάκια και, κυρίως, από τις σουπιές, γνωστός από την αρχαιότητα, που χρησιμοποιήθηκε όμως μετά την Αναγέννηση ως μέσο σχεδιασμού, κν. σέπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αξιοσημείωτο είναι ότι η λ., αν και ονομασία ψαριού, εμφανίζει κατάλ. -ία (πρβλ. και ταιν-ία), αντί για το συνηθέστερο επίθημα -ίας (πρβλ. καρχαρίας, ξιφίας). Η σύνδεση της λ. με το ρ. σήπομαι «σαπίζω» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sēpia), ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. σουπιά (πρβλ. σησάμιον: σουσάμι)].

Greek Monotonic

σηπία: ἡ, σουπιά, η οποία όταν αλιεύεται, θολώνει το νερό εκχέοντας ένα υγρό, είδος μελανιού, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: squid (Hippon., Epich., Ar., Arist. a. o.).
Other forms: Ion. -ίη.
Derivatives: Diminutives σηπ-ίδιον (Hp., com., Arist.), -ιδάριον n. (Philyll.); also -ιάς f. id (Nic.); -ίον or -ειον n. Os sepiae, bone of the cuttle-fish, pounce (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation and origin dark. In form agreeing to the abstracts in -ία, σηπία stands under the fish- and other animal names rather isolated (one would have expected rather -ίας, ev. -ια; but note ταινία). If to σήπομαι (e.g. Fraenkel Nom. ag. 2, 174 n. 1 [p. 175]), σηπία in Epich. (61 a. 84) must be either wrongly transmitted or be a Ionism. -- Lat. LW [loanword] sēpia. -- Prob. a Pre-Greek word (not in Furnée).

Middle Liddell

σηπία, ἡ,
the cuttle-fish, which when pursued darkens the water by ejecting a liquid, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σηπία: {sēpía}
Forms: ion. -ίη
Grammar: f.
Meaning: Tintenfisch (Hippon., Epich., Ar., Arist. u. a.).
Derivative: Davon die Deminutiva σηπί̄διον (Hp., Kom., Arist.), -ιδάριον n. (Philyll.); auch -ιάς f. ib. (Nik.); -ίον od. -ειον n. Os sepiae, Blackfischbein, Schulp (Arist.).
Etymology: Bildung und Herkunft dunkel. Der Form nach zu den Abstrakta auf -ία stimmend, steht σηπία unter den Fisch- und sonstigen Tiernamen ziemlich vereinzelt da (man hätte vielmehr -ίας, ev. -ια erwartet; zu bemerken jedoch ταινία). Wenn zu σήπομαι (z.B. Fraenkel Nom. ag. 2, 174 A. 1 [S. 175]), muß σηπία bei Epich. (61 u. 84) entweder falsch überliefert oder Ionismus sein. — Lat. LW sēpia.
Page 2,696

Wikipedia EN

Cuttlefish or cuttles are marine molluscs of the order Sepiida. They belong to the class Cephalopoda, which also includes squid, octopuses, and nautiluses. Cuttlefish have a unique internal shell, the cuttlebone, which is used for control of buoyancy.

Cuttlefish have large, W-shaped pupils, eight arms, and two tentacles furnished with denticulated suckers, with which they secure their prey. They generally range in size from 15 to 25 cm (6 to 10 in), with the largest species, Sepia apama, reaching 50 cm (20 in) in mantle length and over 10.5 kg (23 lb) in mass.

Translations

ar: حبار; ast: xibia; as: কাটলফিছ; be: каракаціцы; bg: сепии; br: morgad; ca: sèpies; cdo: dĕ̤ng-kiĕ; ceb: kubotan; cs: sépie; de: Sepien; el: σουπιά; en: cuttlefish; es: sepiida; eu: txibia; fa: سپیداج; fi: seepiat; fr: sepiida; ga: cudal; gl: sepideos; he: דיונונים; hi: समुद्रफेनी; hr: sipe; hu: tintahalak; id: sotong; io: sepio; it: sepiida; ja: コウイカ目; jv: sotong; kk: тарбақ аяқ; ko: 갑오징어목; lt: sepijos; ml: കണവ; ms: sotong katak; nds: echte dintenfische; nl: zeekatten; no: sepiida; nv: łóóʼ bigaan neeznání bitsʼinígíí; pl: mątwy; pt: choco; ro: sepie; ru: каракатицы; simple: cuttlefish; sk: sépie; sl: sipe; sr: сипе; su: balakutak; sv: sepialiknande bläckfiskar; sw: dome; ta: கணவாய் மீன்; th: หมึกกระดอง; tr: mürekkep balığı; uk: каракатиці; vi: bộ mực nang; vls: intespugers; war: bagulan; wuu: 墨鱼目; zh_classical: 鰂; zh_min_nan: hoe-ki; zh_yue: 墨魚; zh: 墨鱼目