συμμαρτυρέω
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
A bear witness with or in support of another, ξυμμαρτυρῶ σοι S.Ph.438, E.Fr.319 (συμ-), cf. Th.8.51; ἐδείκνυε.. βίβλους αὐτῷ συμμαρτυρούσας Gal.15.444; τι to a fact, Sol.36, cf. X.HG3.3.2; σ. τὰ ῥηθέντα τοῖς ἔργοις Isoc.4.31; followed by a relat., ὡς.. σύ μοι ξυμμαρτυρῇς οἵα πέφυκα E.Hipp.286; σ. ὡς.. Id.IA1158; σ. τινὶ πάντα ὡς ἀληθῆ λέγοι X.HG7.1.35; σ. τινὶ ὅτι.. Pl.Hp.Ma.282b: abs., S.El.1224, BGU86.40 (ii A.D.).
2 Astrol., to be in aspect with, configurate with, Ptol.Tetr.124.
German (Pape)
[Seite 980] Mitzeuge sein, bezeugen, τινί; Soph. Phil. 436 El. 1215; Eur. Hipp. 286 I. A. 1158; Thuc. 8, 51; συμμαρτυρεῖ τὰ ῥηθέντα τοῖς ἔργοις, Isocr. 4, 32; συμμαρτυρῆσαι δέ σοι ἔχω ὅτι ἀληθῆ λέγεις, Plat. Hipp. mai. 282 b; Xen. Hell. 7, 1, 35 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
συμμαρτυρῶ :
témoigner avec ou en faveur de : τινί τι donner à qqn un témoignage favorable ; σ. τινι ὡς ou abs. ὡς confirmer la déclaration de qqn en témoignant que.
Étymologie: σύν, μαρτυρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμαρτυρέω, Att. ook ξυμμαρτυρέω [σύμμαρτυς] samen (met...) getuigen, ondersteunen als getuige, met dat.:; σοι jou Soph. Ph. 438; τὰ... πάλαι ῥηθέντα τοῖς παροῦσιν ἔργοις συμμαρτυρεῖ wat al die tijd al gezegd werd klopt met de getuigenis van hun huidige daden Isocr. 4.31; met acc. van/ in iets:; συνεμαρτύρησε δὲ ταῦτ’ αὐτῷ καὶ ὁ (...) χρόνος ook de tijd bevestigde zijn getuigenis over die dingen Xen. Hell. 3.3.2; met ὡς of ὅτι:. συνεμαρτύρει αὐτῷ ταῦτα πάντα ὡς ἀληθῆ λέγοι hij getuigde samen met hem dat hij in al die dingen de waarheid sprak Xen. Hell. 7.1.35.
Russian (Dvoretsky)
συμμαρτῠρέω: (NT med., v.l.) совместно свидетельствовать, подтверждать своим свидетельством (τι Xen., Eur.): ξυμμαρτυρῶ σοι Soph. я подтверждаю твои слова; ξυνεμαρτύρησε ταῦτα ἐσαγγείλας Thuc. высказав это, он (лишь) подтвердил (слова Фриниха); τὰ πάλαι ῥηθέντα τοῖς παροῦσιν ἔργοις συμμαρτυρεῖ Isocr. древние слова подтверждаются нынешними фактами.
English (Strong)
from σύν and μαρτυρέω; to testify jointly, i.e. corroborate by (concurrent) evidence: testify unto, (also) bear witness (with).
English (Thayer)
συμμαρτύρω (T WH συνμαρτυρέω (cf. σύν, II. at the end)); to bear witness with, bear joint witness (with one): συμμαρτυρούσης τῆς συνειδήσεως, their conscience also bearing witness, Winer's Grammar, 580 (539))); followed by ὅτι, τῷ πνεύματι ἡμῶν, with our spirit already giving its testimony, Συμμαρτυροῦμαι, I testify on my own behalf besides (i. e. besides those things which I have already testified in this book), but the true reading here, μαρτυρῶ, was restored by Griesbach (Sophocles, Euripides, Thucydides, Plato, others.)
Greek Monotonic
συμμᾰρτυρέω: μέλ. -ήσω, παρέχω μαρτυρία από κοινού με κάποιον ή για την υποστήριξη κάποιου, βεβαιώνω ως μάρτυρας μαζί με άλλους, με δοτ., σε Σοφ., Θουκ.· τι, για να υποστηρίξω ένα γεγονός, σε Σόλωνα, Ξεν.· επίσης, συμμαρτῠρέω τινὶ πάντα ὡς ἀληθῆ λέγει, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συμμαρτῠρέω: μαρτυρῶ μετά τινος, φέρω μαρτυρίαν εἰς ὑποστήριξίν τινος, ξυμμαρτυρῶ σοι Σοφ. Φιλ. 438, Εὐριπ. Ἀποσπ. 321, πρβλ. Θουκ. 8. 51· τι, πρὸς ὑποστήριξιν γεγονότος, Σόλων 35, πρβλ. Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 3, 2· συμμ. τὰ ῥηθέντα τοῖς ἔργοις Ἰσοκρ. 47Α· μετὰ ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. μοι ξ. οἵα πέφυκα Εὐριπ. Ἱππ. 286· σ. ὡς..., ὁ αὐτ. ἐν Ἰφιγ. ἐν Αὐλ. 1158· σ. τινι πάντα ὡς ἀληθῆ λέγει Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 1, 35· σ. τινι ὅτι.., Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 282Β· ― ἀπολ., Σοφ. Φιλ. 438, Ἠλέκ. 1224, Θουκ. 8. 51. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 463.
Middle Liddell
fut. ήσω
to bear witness with or in support of another, c. dat., Soph., Thuc.; τι to a fact, Solon., Xen.; also, ς. τινι πάντα ὡς ἀληθῆ λέγει Xen.
Chinese
原文音譯:summarturšw 沁-馬而替雷哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:共同-印證
字義溯源:同證,同作見證,作見證;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μαρτυρέω)=作見證)組成,而 (μαρτυρέω)出自(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)
出現次數:總共(4);羅(3);啓(1)
譯字彙編:
1) 作見證(2) 羅9:1; 啓22:18;
2) 與⋯同證(1) 羅8:16;
3) 同作見證(1) 羅2:15