συντετραίνω

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντετραίνω Medium diacritics: συντετραίνω Low diacritics: συντετραίνω Capitals: ΣΥΝΤΕΤΡΑΙΝΩ
Transliteration A: syntetraínō Transliteration B: syntetrainō Transliteration C: syntetraino Beta Code: suntetrai/nw

English (LSJ)

A.Ch.451 (lyr.), Hdt.2.11, later συντίτρημι, pres. inf.
A -τιτράναι Gal.5.238, 3sg. pres. imper. Pass. -τιτράσθω Heliod. ap.Orib.44.23.59: fut. -τρήσω: aor. -έτρησα: pf. Pass. -τέτρημαι:—unite by a boring, channel, or passage, ἀλλήλοισι σ. τοὺς μυχούς Hdt. 2.11 (cf. παραλλάσσω II.1); τὴν τοῦ ποτοῦ διέξοδον συνέτρησαν εἰς τὸν μυελόν they carried the passage through into the marrow, Pl.Ti. 91a, cf. Criti.115d; τοῖς συντρήσασιν εἰς τὰ τῶν πλησίον who have run a gallery into their neighbours' mines, D.37.38:—Pass., [οἱ οὐρητῆρες] ἐς τὰ αἰδοῖα συντέτρηνται open directly into.., Hp.Aër.9 (interpol.); εἰς ἀλλήλους -τετρῆσθαι Pl.Phd. 111d; [φάραγγες] συντετρημέναι πρὸς ἀλλήλας D.S.3.44; εἰς ὃν ἡ θάλαττα συνετέτρητο Pl. Criti.115e; συντετρῆσθαι τὰ πελάγη Str.7.5.9; συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα Arist.HA513a35; συντετρῆσθαι τὴν ὄσφρησιν τῷ στόματι Id.Pr.907b28, cf. 963b7; οὐκ εἰς τὴν ψυχήν, ἀλλ' εἰς τὴν γλῶτταν ἡ ἀκοὴ συντέτρηται Plu.2.502d; συντετρημένων τῶν μυκτήρων connected by a passage, Arist.Resp.474a21.
II metaph., δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῦθον let the words pierce in through thy ears, A. l.c.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
συντιτράω ; fig. faire pénétrer : μῦθον δι' ὤτων ESCHL un récit dans les oreilles (pour qu'il se grave dans l'esprit).
Étymologie: σύν, τετραίνω.

Greek Monolingual

και συντίτρημι Α
1. (ιδίως σχετικά με δοχεία ή κοιλότητες) συνδέω δια μέσου οπής
2. (το μέσ.) συντετραίνομαι
επικοινωνώ, συνδέομαι (α. «εἰς ὅv ἡ θάλασσα συνετέτρητο», Πλάτ.
β. «συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα», Αριστοτ.)
3. μτφ. αφήνω κάτι να διέλθει μέσα από κάτι άλλο («δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῡθον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τετραίνω «τρυπώ, διαπερνώ»].

Greek Monotonic

συντετραίνω: μέλ. -τρήσω, αόρ. βʹ -έτρησα, Παθ. παρακ. -τέτρημαι·
I. διατρυπώ προκειμένου να ενώσω· συντετραίνω τοὺς μυχοὺς ἀλλήλοις, οδηγώ τα ρεύματα των ποταμών ώστε να συναντηθούν τα ύδατά τους, σε Ηρόδ.· ἕτερον (μέταλλον) συντρῆσαι εἰς τὰ τῶν πλησίον, διατρυπώ υπογείως και εισέρχομαι στα μεταλλεία των γειτόνων μου, σε Δημ. — Παθ., μεταφέρομαι μέσω μιας διόδου ή ενός αγωγού, που συνδέουν πράγματα μεταξύ τους, σε Πλάτ., Αριστ.
II. μεταφ., δι' ὤτων συντέτραινε μῦθον, άσε τα λόγια να διαπερνούν τα αυτιά σου, σε Αισχύλ.

German (Pape)

(τετραίνω), = συντιτράω; übertragen, δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῦθον, er ließ tief ins Innerste eindringen die Rede, Aesch. Ch. 444; bei Her. 2.11 von zwei einander gerade entgegenlaufenden, tief ins Land eindringenden Meerbusen.

Russian (Dvoretsky)

συντετραίνω: (= συντιτράω) только praes.
1) проникать (ἀλλήλοισι Her.);
2) вводить вглубь: δι᾽ ὤτων συντέτραινε μῦθον Aesch. внимательно вслушайся в эти слова - см. тж. συντιτράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τετραίνω, Att. ook ξυντετραίνω door boring een verbinding maken (met); met acc. en dat.. ἀλλήλοισι σ. τοὺς μυχούς de inhammen met elkaar in verbinding brengen Hdt. 2.11.3. geheel door … heen doen gaan:. δι’ ὤτων σ. μῦθον knoop het verhaal in je oren Aeschl. Ch. 451.

Middle Liddell

fut. -τρήσω aor2 -έτρησα perf. pass. -τέτρημαι
I. to bore through so as to meet, ς. τοὺς μυχοὺς ἀλλήλοις carrying their creeks through so as to meet one another, Hdt.; ἕτερον μέταλλον συντρῆσαι εἰς τὰ τῶν πλησίον to run another gallery into one's neighbour's mines, Dem.:—Pass. to be carried by a connecting channel or duct, Plat., Arist.
II. metaph., δι' ὤτων συντέτραινε μῦθον let the word pierce through thy ears, Aesch.