ἀκλινής

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκλῐνής Medium diacritics: ἀκλινής Low diacritics: ακλινής Capitals: ΑΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: aklinḗs Transliteration B: aklinēs Transliteration C: aklinis Beta Code: a)klinh/s

English (LSJ)

ἀκλινές,
A lending to neither side, unswerving, Pl.Phd. 109a; πρὸς τὸ δίκαιον Nic.Dam.p.144D.; impartial, ἀκοαί POxy.904.9 (V A. D.); regular, ἀκλινέων καλάμων AP10.11 (Satyr.), etc.: Math., without inclination, of a perpendicular, Procl.in Euc.p.132F.; horizontal, of a plane, Papp.1048.2, Hero Dioptr.19: Music., fixed, of notes in scale, Alyp.4: Medic., persistent, πυρετοί Herod. ap. Orib.6.20.24. Adv. ἀκλινῶς Ph.2.669; Ion. ἀκλινέως AP5.54 (Diosc.).
2 metaph., steadfast, steady, φιλία ib.12.158 (Mel.); ὁμολογία Ep.Heb.10.23; ψυχή Luc.Dem.Enc.33; unmoved, tranquil, Nonn. D. 35.11, al.

Spanish (DGE)

(ἀκλῐνής) -ές
• Morfología: [gen. ép. ἀκλινέος Nonn.D.3.371]
I 1que no se inclina a un lado u otro ἀ. μένει de la tierra, Pl.Phd.109a, δάπεδον Nonn.D.2.35, ὀρθότης ἀνδριάντος Plu.2.780a, στέγη LXX 4Ma.17.3
en geom. de líneas y planos sin inclinarse a un lado u otro de la perpendicular, Procl.in Euc.132.21
de un plano horizontal Papp.1048.2, Hero Dioptr.250.16
fig. imparcial ἀ. ἦν καὶ ἀδωροδόκητος Eun.VS 491, ἀκοαί POxy.904.9 (V d.C.).
2 que no se tuerce ἀκλινέων καλάμων AP 10.11(Satyr.)
sin altibajos πυρετός Herod.Med. en Orib.6.20.24
mús., de las notas inalterable Alyp.p.368
fig. firme, inconmovible φιλία AP 12.158 (Mel.), ὁμολογία Ep.Hebr.10.23, γνώμη Ph.1.270, ἀκλινέων ἐπὶ λέκτρων Nonn.D.31.182, ἀκλινέος δόχμωσε ... αὐχένα ταύρου Nonn.D.3.371
subst. τὸ ἀκλινὲς τῆς εὐπραγίας Ph.2.85.
II adv. ἀκλινέως = firmemente, sin desmayo, AP 5.55 (Diosc.), ἀκλινῶς: ἐὰν ἀκλινῶς εὐσεβῶσιν Ph.2.221.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne penche pas, droit;
NT: qui ne vacille pas, ferme, inamovible, qui ne dévie pas.
Étymologie: , κλίνω.

German (Pape)

ές. sich nicht neigend, unbeweglich, fest, μένειν Plat. Phaed. 109a; oft in Anth., z.B. φιλία Mel. 21 (XII.158); Nonn.
• Adv. ἀκλινέως, Sosip. 2 (V.55); ἀκλινῶς, Philo.

Russian (Dvoretsky)

ἀκλῐνής:
1 ненаклонный, прямой (πρᾶγμα ἰσόρροπον Plat.; κάλαμοι Anth.): ἀ. ἐν ὀρθῷ σχήματι Plut. безукоризненно прямой;
2 непоколебимый, твердый (φιλία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλῐνής: -ές, ὁ μὴ κλίνων πρὸς οὐδέτερον μέρος, ἀτρεμής, ἀσάλευτος, μὴ παρεκλίνων, Πλάτ. Φαίδων 109Α: εὐθύς, κανονικός, ἀκλινέων καλάμων, Ἀνθ. Π. 10. 11, κτλ. ― Ἐπίρρ. ἀκλινῶς, Φίλων 2. 669, Ἰων. -νέως, Ἀνθ. Π. 5. 55. 2) μεταφ., σταθερός, ἀνένδοτος, Ἀνθ. Π. 12. 158, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ι΄, 23, Λουκ. κτλ.: ― ἀτάραχος, ἥσυχος, Νόνν. Δ. 35. 11, κτλ.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and κλίνω; not leaning, i.e. (figuratively) firm: without wavering.

English (Thayer)

-ές (κλίνω), not inclining, firm, unmoved: Hebrews 10:23. (Frequent in secular writings.)

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκλινὴς) κλίνω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση, απόκλιση
μσν.
αδιάκοπος, συνεχής
αρχ.
1. αυτός που δεν παρεκκλίνει, που ισορροπεί
2. κάθετος, κατακόρυφος
3. σταθερός, ἄκαμπτος.

Greek Monotonic

ἀκλῐνής: -ές (κλίνω), αυτός που δεν κλίνει προς καμία πλευρά, ακλόνητος, σταθερός, σε Πλάτ.· σταθερός, κανονικός, σε Ανθ.· επίρρ. ἀκλινῶς, Ιων. -νέως, στον ίδ.

Middle Liddell

κλίνω
bending to neither side, unswerving, Plat.: steadfast, regular, Anth., etc.:— adv. ἀκλινῶς, ionic ἀκλινέως, Anth.

Chinese

原文音譯:¢klin»j 阿-克利尼士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-斜的
字義溯源:不傾斜的,不可變的,不曲的,堅定的,不偏離,不至搖動;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κλίνω)*=傾斜)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 不偏離(1) 來10:23