ἑωθινός
English (LSJ)
ἑωθινή, ἑωθινόν, (ἕως (A))
A in the morning, early, ὁ ἥλιος ὁ ἑωθινός Hdt.3.104; ἑωθινὸς εἶδον στρατόν S.Fr.502; οὔσης.. ἐκκλησίας ἑωθινῆς Ar.Ach.20; πότοι Bato 5.3; τὸ ἑωθινόν, as adverb, early in the morning, Hdt. l. c., Hp. Aër. 6; ἐξ ἑωθινοῦ = ἕωθεν, from dawn, from the early morning, Ar.Th.2, Pl.Phdr.228b, etc.; ἐξ ἑωθινοῦ μέχρι δείλης X.HG1.1.5; εὐθὺς ἐξ ἑωθινοῦ Alex.257.4; περὶ τὴν ἑωθινὴν φυλακήν about the morning watch, Plb.3.67.2; ὑπὸ τὴν ἑωθινήν (alone) ib.43.1, cf. LXX 1 Ma.5.30; ἑωθινῆς φυλακῆς Plu.Pomp.68; προσειπεῖν τὸ ἑωθινόν = to wish one good morning, Luc.Laps.1, cf. Macho ap.Ath.13.580d (dub. l.); ἑωθιναὶ δίκαι, prov. for business soon transacted, AB258.
2 eastern, ἔθνος D.P.697: Comp. ἑωθινώτερος Str.11.2.2: Sup. ἑωθινώτατος Id.4.5.1.
German (Pape)
[Seite 1133] zum Morgen gehörig, morgendlich, am Morgen; ἑωθινὸν εἶδον στρατὸν στείχοντα Soph. frg. 445; οὔσης κυρίας ἐκκλησίας ἑωθινῆς Ar. Ach. 20; Eur. Rhes. 770; τὸ ἑωθινόν, am Morgen, z. B. θερμότατός ἐστι ὁ ἥλιος τούτοισι τοῖσι ἀνθρώποισι τὸ ἑωθινόν Her. 3, 104; ἐξ ἑωθινοῦ, vom Morgen an, ἀπολεῖ μ' ἀλοῶν ἅνθρωπος ἐξ ἑωθινοῦ Ar. Th. 2; ἐξ ἑωθινοῦ ἕστηκε Plat. Conv. 220 c; ἐξ ἑωθ. μέχρι δείλης Xen. Hell. 1, 1, 5; ὑπὸ τὴν ἑωθινὴν φυλακήν Pol. 3, 67, 2, wie ἐπὶ τοῖς τόποις εἶναι ἑωθινῆς φυλακῆς 1, 45, 5 (vgl. Plut. Pomp. 68); auch allein, ὑπὸ τὴν ἑωθινήν, gegen Morgen, 3, 43, 1 u. öfter; προσειπεῖν τὸ ἑωθινόν, den Morgengruß abstatten, Luc. pro lapsu 1; – ἑωθιναὶ δίκαι wurden nach B. A. 258 sprichwörtlich genannt τὰ βραχέα πράγματα, ἐπεὶ ταῦτα ὄρθρου ἐξεδίκαζον. – Auch von der Himmelsgegend, ἑωθινὸν ἔθνος D. Per. 697; ἑωθινώτερος ἐκείνου, mehr gegen Osten gelegen, Strab. XI, 493, ἑωθινωτάτου σημείου IV, 199.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 (ἕως, aurore, matin) qui agit ou se fait au point du jour, du matin, matinal : ἐξ ἑωθινοῦ, dès le matin ; adv. • τὸ ἑωθινόν, le matin;
2 (ἕως, orient) situé au levant, oriental.
Étymologie: ἕως.
Russian (Dvoretsky)
ἑωθῐνός: ἕως утренний, ранний (ἀλκή Eur.; ἐκκλησία Arph.; πνεῦμα Arst.; φυλακή Polyb., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑωθῐνός: -ή, -όν, (ἕως) πρώϊος, πρωϊνός, γίνεταί σφι ὁ ἥλιος κατάπερ τοῖσι ἄλλοισι ὁ ἑωθινὸς Ἡρόδ. 3. 104· ἑωθινὸς... εἶδον στρατὸν Σοφ. Ἀποσπ. 445· οὔσης... ἐκκλησίας ἑωθινῆς Ἀριστοφ. Ἀχ. 20· τὸ ἑωθινόν, ὡς ἐπίρρ., ἐνωρίς, πρωΐ, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν τῇ ἀρχῇ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282· οὕτως, ἐξ ἑωθινοῦ, = ἕωθεν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 2, Πλάτ. κλ.· ἐξ ἑωθινοῦ μέχρι δείλης Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 5· εὐθὺς ἐξ ἑωθινοῦ Ἄλεξις ἐν «Φυγάδι» 1. 4· περὶ τὴν ἑωθ. φυλακήν, περὶ τὴν πρωϊνὴν φυλακήν, Λατ. sub quartam vigili an, Πολύβ. 3. 67, 2· ὑπὸ τὴν ἑωθ. (μόνον) αὐτόθι 43. 1· τῆς ἑωθ. φυλακῆς Πλουτ. Πομπ. 68· προσειπεῖν τὸ ἑωθινόν, προσειπεῖν τὸν πρωϊνὸν χαιρετισμόν, τὸ «καλημέρα», Λουκ. ὑπὲρ τοῦ ἐν τῇ Προσαγ. Πταίσμ. 1· πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 580D (ἔνθα τό γ΄ ἑωθινὸν εἶναι ἡ πιθ. γραφ.)· ἑωθιναὶ δίκαι, παροιμία ἐπὶ ὑποθέσεων ταχέως συντελουμένων, «τὰ βραχέα πράγματα, ἐπεὶ ταῦτα ὄρθρου ἐξεδίκαζον» Α. Β. 258. 2) ἀνατολικός, Διον. Π. 697· Συγκρ. -ώτερος Στράβ. 493· Ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. 199· ἑωθινὸς ἀστήρ, ὁ αὐγερινός, Ἑβδ. (Σειράχ, Ε΄, 6)· ἑωθ. προσευχαὶ Εὐσέβ. V. 409Β. 3) ὡς οὐσ. (α΄) ἡ ἑωθινὴ (ἐξυπ. ὥρα) = πρωΐα. Ἑβδ. (Α΄, Μακκ. Ε. 30), Πολύβ. 1. 53, 4, κλ.· (β΄) τὰ ἑωθινά, = ὄρθρος, ἑωθινὴ προσευχή, Χρον. Πάσχ. 552. 13· (γ΄) τό ἑωθινὸν (ἐξυπ. τροπάριον), ὅπερ ψάλλεται εἰς τὸ τέλος τῶν αἴνων. Ὑπάρχουσι δὲ ἕνδεκα ἑωθινά, Στουδ. 1709C, Λέων 300 κἑξ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἑωθινός, -ὸν) ἕωθεν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εωθινό
α) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμα
β) εμβατήριο που σαλπίζεται στους δρόμους από στρατιωτικούς σαλπιγκτές τα πρωινά ορισμένων εθνικών εορτών
νεοελλ.-μσν.
1. φρ. α) «εωθινά τροπάρια» — τα τροπάρια που ψάλλονται στην εκκλησία κατά το τέλος του όρθρου και πριν από τη μεγάλη δοξολογία
β) «εωθινό ευαγγέλιο» — η ευαγγελική περικοπή που διαβάζεται κατά τον όρθρο της Κυριακής, το πρώτο ευαγγέλιο
2. το αρσ. ως ουσ. ο εωθινός
η ακολουθία του εωθινού, ο όρθρος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑωθινόν
τροπάριο που ψάλλεται στο τέλος τών αίνων
αρχ.
1. ανατολικός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἑωθινόν
κατά το πρωί, νωρίς-νωρίς
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑωθινή
το πρωί
4. α. παροιμ. φρ. «ἑωθιναὶ δίκαι» — οι υποθέσεις που εκδικάζονταν γρήγορα
β. φρ. «προσειπεῖν τὸ ἑωθινόν» — το να απευθύνει κάποιος τον πρωινό χαιρετισμό, την καλημέρα.
Greek Monotonic
ἑωθῐνός: -ή, -όν (ἕως), πρωινός, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὸ ἑωθινόν, ως επίρρ., νωρίς το πρωί, σε Ηρόδ.· ομοίως, ἐξἑωθινοῦ = ἕωθεν, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἑωθῐνός, ή, όν [ἕως]
in the morning, early, Hdt., Ar.: —τὸ ἑωθινόν, as adv., early in the morning, Hdt.; so, ἐξ ἑωθινοῦ = ἕωθεν, Xen.