δωρέω

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωρέω Medium diacritics: δωρέω Low diacritics: δωρέω Capitals: ΔΩΡΕΩ
Transliteration A: dōréō Transliteration B: dōreō Transliteration C: doreo Beta Code: dwre/w

English (LSJ)

fut. δωρήσω Hom.Fr.17: aor.
A ἐδώρησα Hes.Op. 82, Pi.O.6.78:—give, present, δῶρον Hes. l. c.; present one with, θυσίαις Ἑρμᾶν Pi.l.c.:—Pass., aor. δωρηθῆναι to be given or be presented, Hdt.1.87, Isoc.4.26: in pf. Pass., παρὰ θεῶν δῶρα ὑμῖν δεδώρηται Pl. Plt.274c; and of persons, to be presented with a thing, χώρῃ Hdt.8.85, cf. S.Aj.1029.
II more freq. Med. δωρέομαι, ῥεῖα θεὸς… ἵππους δωρήσαιτ' Il.10.557; δωρέεσθαί τί τινι present a thing to one, Hdt.2.126, 5.37, A.Pr.253, X.An.7.3.20, etc.; σπέρμα εἰς Πελοπόννησον δωρήσασθε Id.HG6.3.6; also δ. τινά τινι present one with a thing, Hdt.1.54, 3.130, A.Pr.778; δ. τινά to make him presents, Hdt. 1.55: pf., δεδώρηται Pl.Ti.46e, Lg.672b, X.Cyr.[5.2.8].
2 in pres. and impf. also, offer, E.Supp.875.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. med. pres. no contr. δωρέομαι Hdt.7.28, jón. δωρεῦμαι AP 6.105, 10.19 (ambos Apollonid.), inf. δωρέεσθαι Hdt.4.162]
gener. v. med.
1 dar como regalo, donar, regalar c. ac. de concr. ῥεῖα θεὸς ... ἵππους δωρήσαιτ' Il.10.557, μάχαιραν Plu.Alex.32, frec. c. dat. de pers. φιάλαν ὡς εἴ τις ... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ Pi.O.7.3, cf. X.Cyr.8.4.24, οἱ χθονὸς αἶσαν ... δωρήσεται Pi.P.9.57, τῷ ... Μυτιλήνην Hdt.5.37, αὐτῇ ἕνα λίθον Hdt.2.126, τὶν δὲ ... δωρεῖται Μόρσων τὰν ἀμνίδα Theoc.5.139
suj. la divinidad dar, conceder graciosamente a los hombres, c. ac. de concr. o abstr. τἀπιτίμια ... οἷα δωροῦνται θεοί S.El.1383, τὸν οἶνον Pl.Lg.672b, τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ σώματος αὐτοῦ καὶ τοῦ αἵματος δωρησάμενος ref. la eucaristía, Cyr.H.Catech.4.2, c. el dat. ‘hombres’ τάδε ... θεοὶ ἀνθρώποισι δωροῦνται Democr.B 175, μέγ' ὠφέλημα τοῦτ' ἐδωρήσω βροτοῖς esto como gran beneficio concedíste a los mortales A.Pr.251, cf. Pl.Ti.46e, τοῖς φιλοκάλοις ἀρχὴν εἰσόδου Vett.Val.246.12, c. compl. prep. del receptor τοῦ Δήμητρος δὲ καρποῦ εἰς πρώτην τὴν Πελοπόννησον σπέρμα δωρήσασθαι X.HG 6.3.6, o indic. finalidad εἰς ἀφθαρσίας κτῆσιν τὴν παρθενίαν ὁ θεὸς ἐδωρήσατο Meth.Symp.101, fig. ἢ πάροσον αὗται (ἀρεταί) δεδώρηνται ψυχῇ λογικῇ ἑαυτάς o quizá porque (las virtudes) se han dado a sí mismas al alma reflexiva Ph.2.9
c. ac. int. hacer un regalo δῶρον ἐδώρησαν Hes.Op.82, ὅπως τὸ λοιπὸν αὐτὸν ... στέφωμεν ἢ τανῦν δωρούμεθα S.El.458, πολλὸν δ' ἰφθίμοισι δεδώρηται βασιλεῦσι (Πτολεμαῖος) Theoc.17.110, τῷ τε Ἄπει καὶ τῷ Μνεύει πολλὰ ἐδωρήσατο OGI 90.31 (Roseta II a.C.)
en v. pas., frec. c. dat. compl. indir. παρὰ θεῶν δῶρα ὑμῖν δεδώρηται Pl.Plt.274c, σοὶ ... ὑπὸ φίλων ἐδωρήθη Babr.105.6, ὑπὸ τῆς Ἀρσάκης τοῖς νέοις δωρήθεντα Hld.8.9.2, ἐκ θεῶν γὰρ ταῖς ἀνθρωπίναις ἀρεταῖς πᾶσαι μηχαναὶ δωροῦνται Sch.Pi.P.1.74, εἴ τί οἱ κεχαρισμένον ἐξ αὐτοῦ ἐδωρήθη Hdt.1.87, τὰ παρὰ τῆς τύχης δωρηθέντα Isoc.4.26, ὅσα ... ὑπὸ τῶν [βασιλέων] ... ἐδωρήθη OGI 435.8 (Pérgamo II a.C.)
part. subst. τὰ δωρούμενα = dones, regalos, SB 12228.3 (IV/V d.C.), cf. Hippol.Haer.9.30.4
de un sacrificio ser ofrendado LXX Le.7.15.
2 hacer regalos, obsequiar c. ac. o dat. de pers. δωρησάμενος τοὺς Δελφούς Hdt.1.55, ἐγὼ δέ τυ ἐστεφάνιξα κἠδωρησάμαν Ar.Eq.1225, ἂν ... δωρησάμενος ἀπέπεμψεν (lo) habría enviado de vuelta tras haberle llenado de regalos Hld.9.21.3, cf. Lib.Ep.252.6, ὥσπερ τις εἴ σοι ... δωροῖθ' S.OC 779, οὐκοῦν τὸ θύειν δωρεῖσθαί ἐστι τοῖς θεοῖς; ¿acaso hacer sacrificios es hacer regalos a los dioses? Pl.Euthphr.14c, abs. οὐ μίᾳ χειρὶ δωρούμενος ἀλλ' ἀμφοῖν Dam.Fr.274
c. ac. o dat. de pers. y dat. instrum. obsequiar con δωρέεται ... κατ' ἄνδρα δύο στατῆρσι ἕκαστον χρυσοῦ obsequia, uno por uno, a cada varón con dos estateras Hdt.1.54, cf. 3.130, δυοῖν λόγοιν σε θατέρῳ δωρήσομαι = de dos explicaciones te obsequiaré con una A.Pr.778, cf. Luc.Tox.33, ὅσῳ ἂν μείζω τούτῳ δωρήσῃ cuanto mayor sea el regalo que le hagas X.An.7.3.20, en v. pas. χώρῃ ἐδωρήθη πολλῇ Hdt.8.85, ᾧ ... ἐδωρήθη ... ζωστῆρι S.Ai.1029, cf. Plb.31.28.8.
3 c. ac. de dioses y dat. instrum. honrar ἐδώρησαν ... θυσίαις ... Ἑρμᾶν honraron con sacrificios a Hermes Pi.O.6.78.
4 en v. med., pres. c. sent. conativo tener la intención de regalar, tener la intención de dar φίλων ... χρυσὸν ... δωρουμένων E.Supp.875.
5 simpl. entregar Πειλᾶτος ... ἐδωρήσατο τὸ πτῶμα τῷ Ἰωσήφ Pilatos entregó a José el cadáver (de Jesús) Eu.Marc.15.45.

German (Pape)

[Seite 695] schenken. Abgesehn vom adject. verb. δωρητός, welches unten besonders aufgeführt wird, bei Homer nur einmal, im medium, Iliad. 10, 557 ῥεῖα θεός γ' ἐθέλων καὶ ἀμείνονας ἠέ περ οἵδε ἵππους δωρήσαιτο. Composita bei Homer nicht. – Folgende: 1) das activische Verbum δωρέω: ἐδώρησαν Hes. O. 81; Ἑρμᾶν λιταῖς ἐδώρησαν, beschenken, Pind. Ol. 6, 73; pass., ἐδωρήθη οἱ χώρη Her. 8, 85; vgl. Soph. Ai. 1008; Plat. Tim. 47 b; τὰ παρὰ τῆς τύχης δωρηθέντα Isocr. 4, 26; D. Sic. 5, 49; δῶρα δεδώρηται Plat. Polit. 274 c. – Gew. – 2) dep. med.: Pind. Ol. 7, 3; Her. 2, 126 u. öfter; u. so Attiker; δεδώρηταί τι ἡμῖν ὁ θεός Plat. Tim. 46 e; – τινά τινι, beschenken womit, Her. 3, 130 u. öfter; vgl. Eur. Heracl. 1098; θεοὺς ἀναθήμασι Plat. Alc. II, 149 c; σπέρμα εἰς Πελοπόννησον Xen. Hell. 6, 3, 4; bloß τινά, Her. 4, 110.

French (Bailly abrégé)

δωρῶ :
f. δωρήσω, ao. ἐδώρησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐδωρήθην, pf. δεδώρημαι;
donner en présent ; Pass. être offert en présent;
Moy. δωρέομαι, δωροῦμαι (f. δωρήσομαι, ao. ἐδωρησάμην, pf. δεδώρημαι) faire un présent : δ. τινί τι, faire présent de qch à qqn ; δ. τινά, faire un présent à qqn ; δ. τινά τινι, gratifier qqn d'un présent ou honorer qqn par un présent.
Étymologie: δῶρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωρέω, Dor. δωρύττομαι [δῶρον] act. en (vaker) med. geven, schenken; met acc. en dat. iets aan iem.; praes. ook aanbieden:. φίλων δὲ χρυσὸν πολλάκις δωρουμένων terwijl zijn vrienden hem vaak goud aanboden Eur. Suppl. 875. begiftigen (met), met acc. en dat. iem. met iets; pass.: χώρῃ ἐδωρήθη πολλῇ hij werd begiftigd met veel land Hdt. 8.85.3.

Russian (Dvoretsky)

δωρέω: чаще med.
1 приносить в дар, дарить (δῶρον Hes.; med. τινί τι Hom., Aesch., Her., Xen., Plat.): χώρη οἱ ἐδωρήθη πολλή Her. ему была пожалована в дар большая страна; τὰ παρὰ τῆς τύχης δωρηθέντα Isocr. дары судьбы;
2 одарять (τινά τινι Her., Aesch., Plat.): δωρῆσαι θεῶν κάρυκα θυσίαις Pind. почтить вестника богов (т. е. Гермеса) жертвоприношениями;
3 предлагать в дар (φίλων χρυσὸν δωρουμένων οὐκ εἰσεδέξατ᾽ οἶκον Eur.).

English (Slater)

δωρέω present with c. acc. & dat. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν θεῶν κάρυκα λιταῖς θυσίαις (O. 6.78) fut. med. pro act. φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων (Boeckh understood the form to be a short vowel aor. subj.) (O. 7.3) c. epexeg. inf. “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” (P. 9.57)

English (Thayer)

δώρῳ: to present, bestow, (Hesiod, Pindar, Herodotus, others); passive δωρέομαι, δωροῦμαι (Homer and following): 1st aorist ἐδωρησαμην; perfect δεδώρημαι; τίνι τί, 2 Peter 1:3,4.

Greek Monotonic

δωρέω: μέλ. -ήσω (δῶρον
I. προσφέρω, παραδίδω, δωρίζω, χαρίζω, σε Ησίοδ., Πίνδ.· Παθ. αόρ. αʹ ἐδωρήθην, έχει δοθεί ως δώρο ή έχει δωριστεί, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, παίρνω ως δώρο κάτι, σε Σοφ.
II. επίσης ως αποθ., σε Ομήρ. Ιλ.· δωρέεσθαί τί τινι, δωρίζω ένα πράγμα σε κάποιον, Λατ. donare aliquid alicui, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, δ. τινά τινι, δωρίζω σε κάποιον ένα πράγμα, Λατ. donare aliquem aliquo, στον ίδ.· δ. τινά, κάνω σε κάποιον δώρο, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

δωρέω: μέλλ. -ήσω Ὁμ. Ἀποσπ. 68· ἀόρ. ἐδώρησα Ἡσ., Πίνδ. Δίδω, παρέχω, χαρίζω, δῶρον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 82· κάμνω ὡς δῶρον εἴς τινα, θυσίαις Ἑρμᾶν Πίνδ. Ο. 6. 131. -Παθ., καὶ ἀόρ. δωρηθῆναι, δίδομαι ὡς δῶρον, Ἡρόδ. 1. 87., 8. 85, Ἰσοκρ. 45D· καὶ ἐπὶ προσώπων, λαμβάνω ὡς δῶρον πρᾶγμά τι, Σοφ. Αἴ. 1029· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., Πλάτ. Πολιτ. 274C. ΙΙ. κοινότερον ὡς ἀποθ. δωρέομαι, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., ῥεῖα θεὸς… ἵππους δωρήσαιτ’ Ἰλ. Κ. 557· δωρέεσθαί τί τινι, χαρίζειν τι εἴς τινα, Λατ. donare aliquid alicui, Ἡρόδ. 2. 126., 5. 37, Αἰσχύλ. Πρ. 251, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 20, κτλ.· ὡσαύτως, δ. τινά τινι, Λατ. donare aliquem aliquo, Ἡρόδ. 1. 54., 3. 130, Αἰσχύλ. Πρ. 778· δ. τινά, κάμνω εἴς τινα δῶρα, Ἡρόδ. 1. 55· οὕτω πρκμ. δεδώρηται, Πλάτ. Τιμ. 46E, Νόμ. 672B, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 8. 2) ὡσαύτως κατ’ ἐνεστ., προσφέρω, Εὐρ. Ἱκέτ. 875.

Middle Liddell

δῶρον
I. to give, present, Hes., Pind.:— Pass., aor1 ἐδωρήθην, to be given or presented, Hdt.; of persons, to be presented with a thing, Soph.
II. also as Mid., Il.; δωρέεσθαί τί τινι to present a thing to one, Lat. donare aliquid alicui, Hdt., Aesch., etc.; also, δ. τινά τινι to present one with a thing, Lat. donare aliquem aliquo, Aesch.; δ. τινά to make him presents, Hdt.

Translations

gift

Arabic: أَهْدَى‎; Armenian: նվիրել; Bulgarian: дарявам; Catalan: donar, oferir, regalar; Chinese Mandarin: 贈送, 赠送, 送; Czech: darovat, obdarovat, obdarovávat; Dutch: schenken; Estonian: kinkima; Finnish: lahjoittaa; French: donner, faire don de, offrir; German: schenken; Greek: δωρίζω, χαρίζω; Hungarian: ajándékoz; Italian: regalare, donare; Latin: dare, donare; Luxembourgish: schenken; Manx: gioot; Old English: gifian; Polish: podarować, sprezentować, dać w prezencie; Portuguese: dar de presente, oferecer, presentear; Romanian: dărui; Romansch: dar; Russian: дарить, подарить; Slovak: darovať; Slovene: podariti; Spanish: regalar, dar; Swedish: skänka, donera; Tagalog: magbigay, magregalo; Telugu: బహూకరించు; Walloon: ofri, bistoker, sinker; Yiddish: שענקען‎