βρίμη: Difference between revisions
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
(big3_9) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[poder]] μέγας δ' ἐλελίζετ' Ὄλυμπος δεινὸν ὑπὸ βρίμης γλαυκώπιδος <i>h.Hom</i>.28.10, ὑπόειξε δαμῆναι Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου A.R.4.1677.<br /><b class="num">2</b> [[rugido]] βρίμας ταυρείους ἀφιεὶ<ς> χαροποῦ τε λέοντος Orph.<i>Fr</i>.79.<br /><b class="num">3</b> [[amenaza]], [[increpación]] Hsch.<br /><b class="num">4</b> β.· γυναικεία ἀρρητοποιΐα Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Puede tener origen expresivo o rel. [[βρίθω]] q.u. | |dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[poder]] μέγας δ' ἐλελίζετ' Ὄλυμπος δεινὸν ὑπὸ βρίμης γλαυκώπιδος <i>h.Hom</i>.28.10, ὑπόειξε δαμῆναι Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου A.R.4.1677.<br /><b class="num">2</b> [[rugido]] βρίμας ταυρείους ἀφιεὶ<ς> χαροποῦ τε λέοντος Orph.<i>Fr</i>.79.<br /><b class="num">3</b> [[amenaza]], [[increpación]] Hsch.<br /><b class="num">4</b> β.· γυναικεία ἀρρητοποιΐα Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Puede tener origen expresivo o rel. [[βρίθω]] q.u. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βρίμη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχύς]], [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[μυκηθμός]], [[βρυχηθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βρίμη]] ανήκει σε μια [[ομάδα]] λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και [[είναι]] πιθ. ονοματικό παράγωγο σε -<i>μ</i>- του <i>βρι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[βριαρός]], [[βρίθω]]). Ο [[προσδιορισμός]] της ακριβούς σημασίας τέτοιων λέξεων [[είναι]] [[δύσκολος]], δεδομένου ότι μαρτυρούνται σπάνια με διάφορες σημασίες «[[φοβερίζω]], [[απειλώ]], [[επιπλήττω]], [[βρυχώμαι]], [[ορύομαι]]». Πιθ. η αρχική σημ. ήταν «[[πιέζω]] με όλο μου το [[βάρος]]», απ' όπου εξελίχθηκε σε «[[φοβερίζω]], [[απειλώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A strength, might, h.Hom. 28.10, A.R.4.1677. II = ἀπειλή, Hsch. 2 bellowing, roaring, βρίμας ταυρείους ἀφιεὶς χαροποῦ τε λέοντος prob. in Orph.Fr. 79. III = γυναικεία ἀρρητοποιΐα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 464] ἡ, Zorn (eigtl. vom Schnauben wüthender Thiere), Gewalt, Ap. Rh. 4, 1677; Wucht, wie βρῖθος, H. h. 28, 10, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
βρίμη: ἡ, ἰσχύς, ὄγκος, ὡς τὸ βρῑθος. Ὕμν. Ὁμ. 28. 10, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1677· ― ὡσαύτως =ἀπειλὴ (πρβλ. βριμάομαι), Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
force.
Étymologie: R. Βρι, être fort ; v. βρίθω.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [-ῑ-]
1 poder μέγας δ' ἐλελίζετ' Ὄλυμπος δεινὸν ὑπὸ βρίμης γλαυκώπιδος h.Hom.28.10, ὑπόειξε δαμῆναι Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου A.R.4.1677.
2 rugido βρίμας ταυρείους ἀφιεὶ<ς> χαροποῦ τε λέοντος Orph.Fr.79.
3 amenaza, increpación Hsch.
4 β.· γυναικεία ἀρρητοποιΐα Hsch.
• Etimología: Puede tener origen expresivo o rel. βρίθω q.u.
Greek Monolingual
βρίμη, η (Α)
1. ισχύς, δύναμη
2. μυκηθμός, βρυχηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βρίμη ανήκει σε μια ομάδα λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και είναι πιθ. ονοματικό παράγωγο σε -μ- του βρι- (πρβλ. βριαρός, βρίθω). Ο προσδιορισμός της ακριβούς σημασίας τέτοιων λέξεων είναι δύσκολος, δεδομένου ότι μαρτυρούνται σπάνια με διάφορες σημασίες «φοβερίζω, απειλώ, επιπλήττω, βρυχώμαι, ορύομαι». Πιθ. η αρχική σημ. ήταν «πιέζω με όλο μου το βάρος», απ' όπου εξελίχθηκε σε «φοβερίζω, απειλώ»].