ἐλάχιστος: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(T22) |
(11) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἐλαχίστη, ἐλάχιστον ([[superlative]] of the adjective [[μικρός]], [[but]] [[coming]] from [[ἐλαχύς]]) ([[Homer]] h. Merc. 573), [[Herodotus]] [[down]]), smallest, [[least]] — [[whether]] in [[size]]: [[πιστός]] ἐν ἐλαχίστῳ, ἐν πολλῷ); ἐν ἐλαχίστῳ [[ἄδικος]], [[οὐδέ]] (R G [[οὔτε]]) ἐλάχιστον, [[not]] [[even]] a [[very]] [[small]] [[thing]], [[ἐμοί]] [[εἰς]] ἐλάχιστον, ἐστι ([[see]] [[εἰμί]], V:2c.), 1 Corinthians 4:3. | |txtha=ἐλαχίστη, ἐλάχιστον ([[superlative]] of the adjective [[μικρός]], [[but]] [[coming]] from [[ἐλαχύς]]) ([[Homer]] h. Merc. 573), [[Herodotus]] [[down]]), smallest, [[least]] — [[whether]] in [[size]]: [[πιστός]] ἐν ἐλαχίστῳ, ἐν πολλῷ); ἐν ἐλαχίστῳ [[ἄδικος]], [[οὐδέ]] (R G [[οὔτε]]) ἐλάχιστον, [[not]] [[even]] a [[very]] [[small]] [[thing]], [[ἐμοί]] [[εἰς]] ἐλάχιστον, ἐστι ([[see]] [[εἰμί]], V:2c.), 1 Corinthians 4:3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐλάχιστος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[λίγος]] ή [[πάρα]] πολύ [[μικρός]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) ο [[τελευταίος]] απ' όλους, ο πιο [[ασήμαντος]]<br /><b>3.</b> (σε ευχές και προσευχές της χριστιανικής εκκλησίας, ως [[ομολογία]] ταπεινότητας ενώπιον του θεού) ο πιο [[ασήμαντος]], ο πιο [[αμαρτωλός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <i>το ελάχιστο</i>(-<i>ν</i>) ή [[τουλάχιστον]]<br />α) στο κατώτερο δυνατό [[σημείο]], στη μικρότερη δυνατή [[έκταση]]<br />β) (ως [[μόριο]] συγκαταβατικό) καν, [[ούτε]] καν («δεν ήρθε να μάς χαιρετήσει [[τουλάχιστον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ελάχιστος]]<br />λεπιδόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας τών ελαχιστιδών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ελαχίστη</i><br />[[γένος]] φαιοφυκοφύτων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελάχιστο</i><br />η μικρότερη δυνατή [[ποσότητα]] ή το μικρότερο δυνατό [[μέγεθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, Sup. of ἐλαχύς: Comp. ἐλάσσων (q.v.):—
A smallest, least, freq. with a neg., γέρας, δύναμις οὐκ ἐ., h.Merc.573, Hdt.7.168, etc.; λόγου ἐλαχίστου of least account, Id.1.143; ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι narrowly missed destroying them, Th.2.77; περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Pl. Ap.30a; παρ' ἐλάχιστον ἐποίησεν αὐτοὺς ἀφαιρεθῆναι D.17.22. 2 of Time, shortest, δι' ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Th.3.39; δι' ἐλαχίστης βουλῆς with shortest deliberation, Id.1.138. 3 of Number, fewest, Pl.R.378a; ἐ. τὸν ἀριθμόν Arist.Pol.1312a30; ἐν ἐλαχίστοις δυσίν between two at least. Id.EN1131a15. 4 Math., ἐλάχιστα καὶ μέγιστα minima and maxima, Apollon.Perg.Con.1 Praef. II τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, at the least, Hdt.2.13, X.An.5.7.8, D.4.21; ἐλάχιστα least of any one, Th.1.70; ὡς ἐ. as little as possible, Pl.Phd. 63d. III from ἐλάχιστος came a new Comp. ἐλαχιστότερος less than the least, ἐ. πάντων ἁγίων Ep.Eph.3.8: Sup. ἐλαχιστότατος very least of all, S.E.M.3.54, 9.406.
German (Pape)
[Seite 792] superl. von ἐλαχύς, der kleinste, geringste, schlechteste; γέρας οὐκ ἐλ. H. h. Merc. 570; δύναμις οὐκ ἐλ. Her. 7, 168; Folgde; bes. mit der negat., οὐκ ἐλαχίστην χάριν εἴσονται Plat. Phaedr. 233 e; Ggstz μέγιστος; von Schiffen, Thuc. 1, 10; τὰ πλείστου ἄξια περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat. Apol. 30 a. – Adv., τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, zum wenigsten, wenigstens; Plat. Parm. 142 e; Xen. An. 5, 7, 5 u. A.; ὡς ἐλάχιστα διαλέγεσθαι Plat. Phaed. 63 d; ἐπ' ἐλάχιστον, so wenig wie möglich, Thuc. 1, 70. 2, 45; δι' ἐλαχίστου, in sehr kurzer Zeit, Thuc. Auch von der Zahl, ὅπως ὅτι ἐλαχίστοις συνέβη ἀκοῦσαι Plat. Rep. II, 378 a; Ggstz πλεῖστος, Xen. Mem. 4, 4, 17; Plut. Pericl. 23. – Spätere haben einen compar. u. superl. ἐλαχιστότερος u. ἐλαχιστότατος, Sezt. Emp. adv. phys. 9, 406, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάχιστος: ᾰ, η, ον, ὑπερθ. τοῦ ἐλαχύς, συγκρ. ἐλάσσων (ὃ ἴδε), ὁ σμικρότατος, ἀντίθετον τῷ μέγιστος, μάλιστα μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἐλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 573, Ἡρόδ. 7. 168, κτλ.· ἐλαχίστου λόγου, ἐλαχίστης σημασίας, ὁ αὐτ. 1. 143· ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι, παρ’ ὀλίγον νὰ τοὺς καταστρέψῃ, Θουκ. 2.77· περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 30Α· οὕτω, παρ’ ἐλάχιστον ἐποίησεν αὐτοὺς ἀφαιρεθῆναι Δημ. 217. 27. 2) ἐπὶ χρόνου, βραχύτατος, δι’ ἐλαχίστου ἐνν. χρόνου Θουκ. 3.39· δι’ ἐλαχίστης βουλῆς, μετὰ βραχυτάτης σκέψεως ἢ συζητήσεως, ὁ αὐτ. 1. 138. 3) ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγιστος, Πλάτ. Πολ. 378Α· ἐλ. τὸν ἀριθμὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 27· ἐν ἐλαχίστοις δυσί, μεταξὺ δύο τοὐλάχιστον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5, 3, 3. ΙΙ. τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἡρόδ. 2. 13, Ξεν. Ἀν. 5. 7, 8, Δημ. 46. 3· ὡσαύτως, ἐλάχιστα Θουκ. 1. 70, Πλάτ. Φαίδων 63D. ΙΙ. ἐκ τοῦ ἐλάχιστος ἐσχηματίσθη νέον συγκριτικὸν ἐλαχιστότερος, μικρότερος τοῦ ἐλαχίστου, ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. γ΄, 8· ὑπερθ. ἐλαχιστότατος, ὁ ἐλάχιστος τῶν ἐλαχίστων, ὁ σφόδρα ἐλάχιστος, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 51.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 le plus petit, le moindre ; τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, ἐπ’ ἐλάχιστον, ἐλάχιστα, au moins ; περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι PLAT faire le moins de cas possible ; δι’ ἐλαχίστου THC dans le moins de temps possible;
2 le moins nombreux possible, très peu nombreux.
Étymologie: Sp. de ἐλαχύς, et aussi, pour le sens, de ὀλίγος ; cf. ἐλάσσων.
Spanish (DGE)
v. ἐλαχύς.
English (Strong)
superlative of elachus (short); used as equivalent to μικρός; least (in size, amount, dignity, etc.): least, very little (small), smallest.
English (Thayer)
ἐλαχίστη, ἐλάχιστον (superlative of the adjective μικρός, but coming from ἐλαχύς) (Homer h. Merc. 573), Herodotus down), smallest, least — whether in size: πιστός ἐν ἐλαχίστῳ, ἐν πολλῷ); ἐν ἐλαχίστῳ ἄδικος, οὐδέ (R G οὔτε) ἐλάχιστον, not even a very small thing, ἐμοί εἰς ἐλάχιστον, ἐστι (see εἰμί, V:2c.), 1 Corinthians 4:3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐλάχιστος, -η, -ον)
1. πάρα πολύ λίγος ή πάρα πολύ μικρός
2. (για ανθρώπους) ο τελευταίος απ' όλους, ο πιο ασήμαντος
3. (σε ευχές και προσευχές της χριστιανικής εκκλησίας, ως ομολογία ταπεινότητας ενώπιον του θεού) ο πιο ασήμαντος, ο πιο αμαρτωλός
4. φρ. το ελάχιστο(-ν) ή τουλάχιστον
α) στο κατώτερο δυνατό σημείο, στη μικρότερη δυνατή έκταση
β) (ως μόριο συγκαταβατικό) καν, ούτε καν («δεν ήρθε να μάς χαιρετήσει τουλάχιστον)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ελάχιστος
λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας τών ελαχιστιδών
2. το θηλ. ως ουσ. η ελαχίστη
γένος φαιοφυκοφύτων
3. το ουδ. ως ουσ. το ελάχιστο
η μικρότερη δυνατή ποσότητα ή το μικρότερο δυνατό μέγεθος.