ἔξαλλος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[distinto]], [[diferente]] οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη sus leyes son diferentes de las de todos los pueblos</i> LXX <i>Es</i>.3.8<br /><b class="num">•</b>ref. pers. o su aspecto [[extraño]], [[exótico]] ἐμμανεῖς ἐξάλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντες LXX <i>Sap</i>.14.23, τὰ ἔξαλλα καὶ τραγικὰ τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου παραιτησάμενος rechazando lo extraño y teatral del adorno bárbaro</i> ref. al atuendo persa, Plu.2.329f, τὸ τοῦ προσώπου ἔξαλλον Zonar.<br /><b class="num">2</b> [[diferente]], [[fuera de lo común]], sent. posit. [[extraordinario]], [[lujoso]] de vestidos y ornamentos ἐσθῆτες Plb.6.7.7, Δαυιδ ἐνδεδυκὼς στολὴν ἔξαλλον LXX 2<i>Re</i>.6.14, cf. Ph.1.468, Hippol.<i>Haer</i>.5.9.7, Ephr.Syr.1.205B, Eust.1676.56<br /><b class="num">•</b>[[escogido]], [[de primera calidad]] de premios y distinciones στεφανοῦσθαι διὰ παντὸς ἐξάλλῳ στεφάνῳ <i>OGI</i> 737.19 (II a.C.), cf. D.C.52.35.1<br /><b class="num">•</b>sent. neg. [[inexplicable]], [[cruel]] ἐπὶ ταῖς ἐξάλλοις τιμωρίαις LXX 3<i>Ma</i>.4.4.<br /><b class="num">3</b> ref. la palabra [[ultrajante]], [[injuriante]] neutr. plu. subst. [[injurias]] ἐπὶ τὸν θεὸν τῶν θεῶν ἔξαλλα λαλήσει LXX <i>Da</i>.11.36.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de manera extraordinaria]] λιπαρεῖν ἐ. Plb.32.15.7.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[distinto]], [[diferente]] οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη sus leyes son diferentes de las de todos los pueblos</i> LXX <i>Es</i>.3.8<br /><b class="num">•</b>ref. pers. o su aspecto [[extraño]], [[exótico]] ἐμμανεῖς ἐξάλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντες LXX <i>Sap</i>.14.23, τὰ ἔξαλλα καὶ τραγικὰ τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου παραιτησάμενος rechazando lo extraño y teatral del adorno bárbaro</i> ref. al atuendo persa, Plu.2.329f, τὸ τοῦ προσώπου ἔξαλλον Zonar.<br /><b class="num">2</b> [[diferente]], [[fuera de lo común]], sent. posit. [[extraordinario]], [[lujoso]] de vestidos y ornamentos ἐσθῆτες Plb.6.7.7, Δαυιδ ἐνδεδυκὼς στολὴν ἔξαλλον LXX 2<i>Re</i>.6.14, cf. Ph.1.468, Hippol.<i>Haer</i>.5.9.7, Ephr.Syr.1.205B, Eust.1676.56<br /><b class="num">•</b>[[escogido]], [[de primera calidad]] de premios y distinciones στεφανοῦσθαι διὰ παντὸς ἐξάλλῳ στεφάνῳ <i>OGI</i> 737.19 (II a.C.), cf. D.C.52.35.1<br /><b class="num">•</b>sent. neg. [[inexplicable]], [[cruel]] ἐπὶ ταῖς ἐξάλλοις τιμωρίαις LXX 3<i>Ma</i>.4.4.<br /><b class="num">3</b> ref. la palabra [[ultrajante]], [[injuriante]] neutr. plu. subst. [[injurias]] ἐπὶ τὸν θεὸν τῶν θεῶν ἔξαλλα λαλήσει LXX <i>Da</i>.11.36.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de manera extraordinaria]] λιπαρεῖν ἐ. Plb.32.15.7.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλλος]], -ον)<br />ο εντελώς [[διαφορετικός]] από ό,τι ήταν [[προηγουμένως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο αλλοιωμένος από ισχυρό [[συναίσθημα]], έξω φρενών, [[σφοδρός]] («[[έξαλλος]] από [[χαρά]], από θυμό»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) [[ασυγκράτητος]], [[ανεξέλεγκτος]] («έξαλλη [[χαρά]]», «έξαλλο [[μίσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εντελώς [[ξεχωριστός]]<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[εκλεκτός]], [[πολύτιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά έξαλλα</i><br />παράξενα, ασυνήθιστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άλλος]]. Η [[λέξη]], όπως δείχνει και η [[ετυμολογία]] της, δήλωνε αρχικά τον εντελώς διαφορετικό, τον ξεχωριστό, τον ασυνήθιστο, απ' όπου και τον εκλεκτό, τον έξοχο. Στη νέα Ελληνική όμως από τη σημ. του εντελώς διαφορετικού δήλωσε αυτόν που άλλαξε, αλλοιώθηκε από κάποιο ισχυρό [[συναίσθημα]] ή [[πάθος]] και ήλθε [[εκτός]] [[εαυτού]] ([[έξαλλος]] από θυμό</i>). Παρ' όλ' αυτά διατηρήθηκε και η αρχική σημ. του ασυνήθιστου, του εκκεντρικού («έξαλλη [[κοπέλα]]», «έξαλλο [[ντύσιμο]]»)].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαλλος Medium diacritics: ἔξαλλος Low diacritics: έξαλλος Capitals: ΕΞΑΛΛΟΣ
Transliteration A: éxallos Transliteration B: exallos Transliteration C: eksallos Beta Code: e)/callos

English (LSJ)

ον,

   A special, distinguishing, ἐσθῆτες Plb.6.7.7, cf. LXX 2 Ki. 6.14; στέφανος OGI737.19 (ii B.C.); στολαί Ph.1.468; τὰ ἔ. τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου Plu.2.330a. Adv. -ως strangely, of superstitious veneration, Plb.32.15.7.

German (Pape)

[Seite 866] verschieden, – a) fremd, στολή, LXX. – b) ausgezeichnet, ausgesucht; Pol. 6, 7, 7; Plut. u. a. Sp. – Adv., Pol. 32, 25, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαλλος: -ον, ὅλως διάφορος, ἐξάλλους μὲν ἐσθῆτας ὑπέλαβον δεῖν ἔχειν τοὺς ἡγουμένους τῶν ὑποταττομένων Πολύβ. 6. 7, 7· τὰ ἔξαλλα, τὰ ἀσυνήθη καὶ παράξενα, Πλούτ. 2. 329F. 2) λαμπρός, ἔξοχος, Ἑβδ. (Β΄, Βασιλ. ϛ΄, 14). ― Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 32. 25, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
choisi, recherché, superbe.
Étymologie: ἐξ, ἄλλος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1distinto, diferente οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη sus leyes son diferentes de las de todos los pueblos LXX Es.3.8
ref. pers. o su aspecto extraño, exótico ἐμμανεῖς ἐξάλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντες LXX Sap.14.23, τὰ ἔξαλλα καὶ τραγικὰ τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου παραιτησάμενος rechazando lo extraño y teatral del adorno bárbaro ref. al atuendo persa, Plu.2.329f, τὸ τοῦ προσώπου ἔξαλλον Zonar.
2 diferente, fuera de lo común, sent. posit. extraordinario, lujoso de vestidos y ornamentos ἐσθῆτες Plb.6.7.7, Δαυιδ ἐνδεδυκὼς στολὴν ἔξαλλον LXX 2Re.6.14, cf. Ph.1.468, Hippol.Haer.5.9.7, Ephr.Syr.1.205B, Eust.1676.56
escogido, de primera calidad de premios y distinciones στεφανοῦσθαι διὰ παντὸς ἐξάλλῳ στεφάνῳ OGI 737.19 (II a.C.), cf. D.C.52.35.1
sent. neg. inexplicable, cruel ἐπὶ ταῖς ἐξάλλοις τιμωρίαις LXX 3Ma.4.4.
3 ref. la palabra ultrajante, injuriante neutr. plu. subst. injurias ἐπὶ τὸν θεὸν τῶν θεῶν ἔξαλλα λαλήσει LXX Da.11.36.
II adv. -ως de manera extraordinaria λιπαρεῖν ἐ. Plb.32.15.7.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔξαλλος, -ον)
ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένως
νεοελλ.
1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρόςέξαλλος από χαρά, από θυμό»)
2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο μίσος»)
αρχ.
1. εντελώς ξεχωριστός
2. ασυνήθιστος, εκλεκτός, πολύτιμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά έξαλλα
παράξενα, ασυνήθιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + άλλος. Η λέξη, όπως δείχνει και η ετυμολογία της, δήλωνε αρχικά τον εντελώς διαφορετικό, τον ξεχωριστό, τον ασυνήθιστο, απ' όπου και τον εκλεκτό, τον έξοχο. Στη νέα Ελληνική όμως από τη σημ. του εντελώς διαφορετικού δήλωσε αυτόν που άλλαξε, αλλοιώθηκε από κάποιο ισχυρό συναίσθημα ή πάθος και ήλθε εκτός εαυτού (έξαλλος από θυμό). Παρ' όλ' αυτά διατηρήθηκε και η αρχική σημ. του ασυνήθιστου, του εκκεντρικού («έξαλλη κοπέλα», «έξαλλο ντύσιμο»)].