ἐπέξειμι: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>inf. prés.</i> ἐπεξιέναι, <i>part.</i> ἐπεξιών, <i>impf.</i> [[ἐπεξῄειν]], <i>f.</i> [[ἐπέξειμι]];<br /><b>I.</b> sortir contre :<br /><b>1</b> marcher contre, τινι;<br /><b>2</b> poursuivre en justice : τινα φόνου, τινι φόνου qqn pour meurtre;<br /><b>II.</b> aller jusqu’au bout :<br /><b>1</b> fig. <i>en parl. d’un récit, d’un discours</i> parcourir successivement, acc.;<br /><b>2</b> poursuivre jusqu’au bout, accomplir, achever.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἔξειμι]]. | |btext=<i>inf. prés.</i> ἐπεξιέναι, <i>part.</i> ἐπεξιών, <i>impf.</i> [[ἐπεξῄειν]], <i>f.</i> [[ἐπέξειμι]];<br /><b>I.</b> sortir contre :<br /><b>1</b> marcher contre, τινι;<br /><b>2</b> poursuivre en justice : τινα φόνου, τινι φόνου qqn pour meurtre;<br /><b>II.</b> aller jusqu’au bout :<br /><b>1</b> fig. <i>en parl. d’un récit, d’un discours</i> parcourir successivement, acc.;<br /><b>2</b> poursuivre jusqu’au bout, accomplir, achever.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἔξειμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπέξειμι]] (Α) [[έξειμι]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[επιδρομή]] [[εναντίον]] του εχθρού («ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾱν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεφεύγω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[εκδίκηση]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[μήνυση]] («[[ὅπως]] ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] («μὴ ἐπεξίῃ τῷ παθήματι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> επιτίθεμαι με [[ορμή]]<br /><b>7.</b> [[διαπερνώ]]<br /><b>8.</b> [[διηγούμαι]] με λεπτομέρειες<br /><b>9.</b> [[εκτελώ]] («ἐπεξιέναι τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους», <b>Θουκ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo) serving as Att. fut. to ἐπεξέρχομαι, to which it also supplies the impf. -ῄειν, Ion. 3pl. -ήϊσαν Hdt.7.223:—go out against an enemy, l. c., Th.2.21, etc.; τισί Id.6.97; πρὸς πολεμίους X.Eq.Mag.7.3; ἐ. τινὶ ἐς μάχην Th.2.23, etc. 2 get out, escape, Arist.Pr.937a28. II proceed against, take vengeance on, Hdt.8.143; esp. in legal sense, prosecute, τινί D.21.216, Men.Epit.140; ἐ. τινὶ φόνου for murder, Pl. Lg.866b, Euthphr.4e; ἐ. τινὶ ὑπὲρ φόνου ib.b, cf. e: c. acc. pers., ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Test. ap. D.21.107, cf. Antipho 1.11, etc.: c. dat. rei, visit, avenge, τῷ παθήματι Pl.Lg.866b (and c. acc., τὸν τῶν πατέρων θάνατον D.S.4.66); also ἐ. δίκῃ, γραφῇ, prosecute at law, Pl.Lg.754e, Euthphr.4c, Aeschin.2.93; attack, τῷ λόγῳ μεγαλοπρεπέστερον Pl.Ly.215e. III c. acc., go over, traverse, δρυμούς Clearch.37. 2 in writing, traverse, go through in detail, σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα Hdt.1.5; πάντα Ar.Ra.1118; πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Pl.R.437a. 3 go through with, execute, παρασκευὰς λόγῳ καλῶς μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Th.1.84; ἐ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους Id.3.82.
German (Pape)
[Seite 915] (s. εἶμι), gegen Einen ausrücken, einen Ausfall machen; Her. 7, 223 ἐπεξήϊσαν; 8, 143; Thuc. 2, 20 u. öfter, τινί, εἰς μάχην 2, 13; daher auch wie ἐπεξέρχομαι, gerichtlich belangen, eigtl. δίκῃ, Plat. Legg. VI, 754 e; τῇ τοῦ τραύματος γραφῇ Aesch. 2, 93; τοῦ πατρὸς τὸν φονέα Antiph. 1, 11, wie φόνον 5 α 3; gew. φόνου τῷ κτείναντι, den Mörder wegen des Mordes, Plat. Legg. IX, 866 b; πατρὶ φόνου Euthyphr. 4 e; τοῦ φόνου τινά Dem. 21, 107, von B. A. 141 bemerkt; rächen, τῷ παθήματι Plat. Legg. IX, 866 b; τὴν παρανομίαν, bestrafen, D. Sic. 1, 77, a. Sp.; ἄχρι τέλους, die äußerste Strafe verhängen, D. Hal. 7, 54; – durchgehen, eigtl. ὀρείους δρυμούς Ath. XIV, 619 c; erwähnen, ὁμοίως σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα Her. 1, 5; τῷ λόγῳ Plat. Lys. 215 e; πάσας αἰτίας Tim. 38 d; so auch τὰς τιμωρίας, poenas persequebantur, Thuc. 3, 82. – Indic. praes. mit Futurbdtg, s. simplex.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), χρησιμεῦον ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ ἐπεξέρχομαι, εἰς ὃ ὡσαύτως παρέχει τὸν παρατ. -ῄειν, Ἰων. γ΄ πληθ. -ήϊσαν, Ἡρόδ. 7. 223˙ ἐξέρχομαι ἐναντίον ἐχθροῦ, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 2. 13. 20, κλπ.˙ τινὶ ὁ αὐτὸς 6. 97˙ πρός τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 3˙ ἐπ. τινὶ ἐς μάχην Θουκ. 2. 23, κτλ.˙- ἁπλῶς, ἐξέρχομαι, διαφεύγω, Ἀριστ. Προβλ. 24. 13. ΙΙ. προβαίνω ἐναντίον τινός, ἐκδικοῦμαι τινά, Ἡρόδ. 8. 143˙ ἰδίως ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, καταδιώκω δικαστικῶς, τινὶ Δημ. 583. 23˙ ἐπ. τινὶ φόνου, διὰ φόνον, Πλάτ. Νόμοι 866Β˙ ἐπ. τινὶ ὑπὲρ φόνου ὁ αὐτὸς ἐν Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Ε˙- ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., Εὐρ. Ἀνδρ. 735˙ ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Μάρτυρες παρὰ Δημ. 549. 25, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 35, κλπ.˙- μετὰ δοτ. πράγματος, τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, τῷ παθήματι Πλάτ. Νόμοι 886Β (καὶ μετ’ αἰτ., θάνατον Διόδ. 4. 66)˙ ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, ἐπ. δίκῃ, προσβάλλειν τινὰ δικαστικῶς, διὰ καταγγελίας, αὐτόθι 754 Ε˙ ἀλλὰ παρ’ Αἰσχίνῃ (40. 27), ἐπ. γραφῇ, ἀκολουθεῖν τὴν καταγγελίαν, πρβλ. Πλάτ. Λύσ. 215 Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., διέρχομαι, ἐξετάζω ἐν λεπτομερείᾳ, σμικρὰ καὶ μεγάλα Ἡρόδ. 1. 5˙ πάντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1118˙ πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Πλάτ. Πολ. 437 Α˙ καὶ ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Λύσ. 215 Ε. 2) ἐκτελῶ, βάλλω εἰς πρᾶξιν, παρασκευὰς λόγῳ καλῶς μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Θουκ. 1. 84˙ ἐπ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους ὁ αὐτὸς 3. 82.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. ἐπεξιέναι, part. ἐπεξιών, impf. ἐπεξῄειν, f. ἐπέξειμι;
I. sortir contre :
1 marcher contre, τινι;
2 poursuivre en justice : τινα φόνου, τινι φόνου qqn pour meurtre;
II. aller jusqu’au bout :
1 fig. en parl. d’un récit, d’un discours parcourir successivement, acc.;
2 poursuivre jusqu’au bout, accomplir, achever.
Étymologie: ἐπί, ἔξειμι.
Greek Monolingual
ἐπέξειμι (Α) έξειμι
1. κάνω επιδρομή εναντίον του εχθρού («ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾱν», Θουκ.)
2. ξεφεύγω
3. παίρνω εκδίκηση
4. κάνω μήνυση («ὅπως ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει», Δημοσθ.)
5. εκδικούμαι, τιμωρώ («μὴ ἐπεξίῃ τῷ παθήματι», Πλάτ.)
6. επιτίθεμαι με ορμή
7. διαπερνώ
8. διηγούμαι με λεπτομέρειες
9. εκτελώ («ἐπεξιέναι τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους», Θουκ.).