ἰθύφαλλος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> phallus en érection qu’on portait aux fêtes de Bacchus;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> <b>1</b> chant <i>ou</i> danse pendant ces fêtes;<br /><b>2</b> qui prend part à ces fêtes ; <i>p. ext.</i> débauché.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[φαλλός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> phallus en érection qu’on portait aux fêtes de Bacchus;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> <b>1</b> chant <i>ou</i> danse pendant ces fêtes;<br /><b>2</b> qui prend part à ces fêtes ; <i>p. ext.</i> débauché.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[φαλλός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ (Α [[ιθύφαλλος]])<br />σηκωμένο [[πέος]], [[ομοίωμα]] τεντωμένου πέους, το οποίο χρησιμοποιούσαν σε βακχικές γιορτές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άσμα]] και ο [[χορός]] τών μετεχόντων στην [[πομπή]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου<br /><b>2.</b> ο [[χορευτής]] που μετείχε σε βακχική [[γιορτή]]<br /><b>3.</b> [[επίθετο]] του Πριάπου<br /><b>4.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[φαλλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A fascinum erectum, the phallos carried in the festivals of Bacchus, Cratin.14, etc. II ode and dance performed at such festivals, Hyp.Fr.50, Duris 13J. III one who danced in such dance, Hippoloch. ap.Ath.4.129d, Semus 20, Democh.2 J.: metaph., lewd fellow, D.54.14.
German (Pape)
[Seite 1246] ὁ, das aufgerichtete männliche Glied, VLL., das bei einigen Bacchusfesten in Processionen vorausgetragen wurde; auch die dasselbe trugen hießen so, u. die dazu gesungenen Lieder, Ath. XIV, 622 b; καὶ προσόδια καὶ χοροὶ καὶ ἰθύφαλλοι μετ' ὀρχήσεως καὶ ᾠδῆς ἀπήντων αὐτῷ VI, 253 d, vgl. IV, 129 d; Harpocr., der aus Hyperid. οἱ τοὺς ἰθυφάλλους ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ ὀρχούμενοι anführt. – Dem. nennt liederliche Leute so, 54, 14 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύφαλλος: ὁ, fascinum erectum, τὸ ἐντεταμένον ἀνδρικὸν αἰδοῖον, ὃ ἔφερον ἐν ταῖς ἑορταῖς τοῦ Βάκχου, Κρατῖν, ἐν «Ἀρχιλόχοις» 12, κτλ. ΙΙ. τὸ ποίημα τὸ ἐπὶ τῷ ἱσταμένῳ φαλλῷ ᾀδόμενον, οὗ οἱ στίχοι ἀπετελοῦντο ἐκ καθαρῶς τροχαϊκοῦ βραχυκαταλήκτου διμέτρου, Ἕρμανος ἐν El. Metr. σ. 94. ΙΙΙ. «ἰθύφαλλοι, οἱ τοὺς ἰθυφάλλους ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ ὀρχούμενοι» Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει· «οἱ ἰθύφαλλοι μετ’ ὀρχήσεως καὶ ᾠδῆς ἀπήντων αὐτῷ» Δημοχάρης παρ’ Ἀθην. 253C, 129D· φοροῦντες προσωπεῖον μεθυόντων καὶ ἐστεφανωμένοι εἰσερχόμενοι εἰς τὴν ὀρχήστραν, Σῆμος ὁ Δήλιος παρ’ Ἀθην. 622Β· - ὄνομα τοῦ Πριάπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5960· μεταφ., λάγνος, ἀσελγής, 1261. 17, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. phallus en érection qu’on portait aux fêtes de Bacchus;
II. p. suite 1 chant ou danse pendant ces fêtes;
2 qui prend part à ces fêtes ; p. ext. débauché.
Étymologie: ἰθύς, φαλλός.
Greek Monolingual
ὁ (Α ιθύφαλλος)
σηκωμένο πέος, ομοίωμα τεντωμένου πέους, το οποίο χρησιμοποιούσαν σε βακχικές γιορτές
αρχ.
1. το άσμα και ο χορός τών μετεχόντων στην πομπή προς τιμήν του Διονύσου
2. ο χορευτής που μετείχε σε βακχική γιορτή
3. επίθετο του Πριάπου
4. λάγνος, ασελγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + φαλλός.