ἱέραξ: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(eksahir) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[hierático]], [[propio de los sacerdotes]] | |esgtx=[[hierático]], [[propio de los sacerdotes]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱέραξ]], -ακος, Α ιων. και επικ. τ. [[ἴρηξ]], δωρ. τ. [[ἱάραξ]])<br />το [[πτηνό]] [[γεράκι]] («[[ἴρηξ]] [[ὠκύπτερος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αξιώματος τών μυημένων στη [[λατρεία]] του Μίθρα<br /><b>3.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἱέραξ]] [[είναι]] [[υστερογενής]]. Ο ομηρ. τ. [[είναι]] [[ἴρηξ]] και παρ' όλο που στον Όμηρο δεν απαντά με <i>F</i>-, η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βείρακες]]<br /><i>ἱέρακες</i> οδηγεί σε αρχικό τ. <i>Fῑράξ</i> με <i>F</i> και [[επίθημα]] -<i>ᾱκ</i>-, το οποίο [[είναι]] συχνό σε ονομασίες ζώων (<b>[[πρβλ]].</b> [[βάρβαξ]]). Υπέθεσαν [[επίσης]] ότι ο [[πρωταρχικός]] τ. ήταν <i>Fῑρος</i> και συνδεόταν με το (<i>F</i>)[[ίεμαι]] «[[ορμώ]]» (άρα <i>Fῑρος</i> = [[ορμητικός]]). Για τον σχηματισμό του υστερογενούς τ. [[ἱέραξ]] [[είναι]] πιθανή η παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[ἱερός]]. Η λ., [[εκτός]] από το γνωστό [[πτηνό]], δήλωνε αργότερα και ένα [[είδος]] ψαριού. Από το [[ἱέραξ]] προήλθε, μέσω του υποκορ. [[ἱεράκιον]], το νεοελλ. [[γεράκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιερακάριος]], [[ιεράκιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερακείον]], [[ιεράκειος]], [[ιερακία]], [[ιερακιάς]], [[ιερακίδιον]], [[ιερακίζω]], [[ιερακίσκος]], [[ιερακίτης]], [[ιερακώδης]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ιερακιδεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιερακοειδής]], [[ιερακοτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερακοβοσκός]], [[ιερακοκτόνος]], [[ιερακόμορφος]], [[ιερακοπόδιον]], [[ιερακοπρόσωπος]], [[ιερακοτάφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ιερακοκόμματος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιερακοκέφαλος]], <i>ιερακοσόφιο</i>(<i>ν</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ᾱκος, ὁ, Ion. and Ep. ἴρηξ [ῑ], ηκος (the longer form first in Alcm. 28, E.Andr.1141, Ps.-Orac. ap. Ar.Eq.1052):—
A hawk, falcon, ἴρηξ ὠκύπτερος Il.13.62, cf. 819, Od.13.86, Hes.Op.212, Hdt.2.65, Arist.HA620a17; sacred to Apollo, Ar.Av.516. II a kind of fish, Epich.68 (in Dor. form ἱάραξ), Epaenet. ap. Ath.7.329a. III name for a grade of initiates in Mithras-worship, Porph.Abst.4.16. IV name of a bandage, Sor.Fasc.12.
German (Pape)
[Seite 1240] ακος, ion. ἱέρηξ, ep. ἵρηξ, ein Raubvogel, Habicht oder Falke, vgl. Arist. H. A. 9, 36; ὠκύπτερος, Il. 13, 62, ὠκύς, 16, 582, vgl. 13, 819; ὠκυπέτης, Hes. O. 210; Eur. Andr. 1142; Ar. Equ. 1052; Plat. vrbdt τὰ τῶν ἱεράκων καὶ ἰκτίνων γένη, Phaed. 82 a. – Bei Ath. VIII, 356 a ein Meerfisch. – Nach E. M. ist der Vogel von der Schnelligkeit seines Fluges benannt, ἀπὸ τοῦ ἵεσθαι ῥᾷον, nach Anderen von ἱερός, weil er wie alle einzeln fliegenden Vögel, οἰωνοί, ein heiliger Vogel war, dessen Flug die Vogelschauer beobachteten u. deuteten.
Greek (Liddell-Scott)
ἱέρᾱξ: -ᾱκος, ὁ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἵρηξ, ηκος, (ὁ μακρότερος τύπος πρῶτον παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 16, Εὐρ. Ἀνδρ. 1141, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1052): ― ἱέραξ, κοιν. «γέρακας» καὶ «γεράκι», ὠκύπτερος ἵρηξ Ἰλ. Ν. 62, πρβλ. 819· ὤκιστος πετεηνῶν Ο. 237· ἐλαφρότατος πετεηνῶν Ν. 86· πρβλ. κίρκος, φασσοφόνος, καὶ περὶ ἄλλων εἰδῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36· ὡς πτηνὸν ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 516. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Ἐπίχ. 45 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ ἱάραξ), Ἀθήν. 356Α. (Ἴδε ἐν λ. ἱερός).
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
faucon, épervier, oiseau.
Étymologie: DELG pê ἵεμαι s’élancer.
Spanish
hierático, propio de los sacerdotes
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἱέραξ, -ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ)
το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. ονομασία αξιώματος τών μυημένων στη λατρεία του Μίθρα
3. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἱέραξ είναι υστερογενής. Ο ομηρ. τ. είναι ἴρηξ και παρ' όλο που στον Όμηρο δεν απαντά με F-, η γλώσσα του Ησύχ. βείρακες
ἱέρακες οδηγεί σε αρχικό τ. Fῑράξ με F και επίθημα -ᾱκ-, το οποίο είναι συχνό σε ονομασίες ζώων (πρβλ. βάρβαξ). Υπέθεσαν επίσης ότι ο πρωταρχικός τ. ήταν Fῑρος και συνδεόταν με το (F)ίεμαι «ορμώ» (άρα Fῑρος = ορμητικός). Για τον σχηματισμό του υστερογενούς τ. ἱέραξ είναι πιθανή η παρετυμολογική επίδραση του ἱερός. Η λ., εκτός από το γνωστό πτηνό, δήλωνε αργότερα και ένα είδος ψαριού. Από το ἱέραξ προήλθε, μέσω του υποκορ. ἱεράκιον, το νεοελλ. γεράκι.
ΠΑΡ. ιερακάριος, ιεράκιο(ν)
αρχ.
ιερακείον, ιεράκειος, ιερακία, ιερακιάς, ιερακίδιον, ιερακίζω, ιερακίσκος, ιερακίτης, ιερακώδης
μσν.-νεοελλ. ιερακιδεύς.
ΣΥΝΘ. ιερακοειδής, ιερακοτρόφος
αρχ.
ιερακοβοσκός, ιερακοκτόνος, ιερακόμορφος, ιερακοπόδιον, ιερακοπρόσωπος, ιερακοτάφος
μσν.
ιερακοκόμματος
νεοελλ.
ιερακοκέφαλος, ιερακοσόφιο(ν)].