νόθος: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
(T22)
(27)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=νοθη, νοθον, [[illegitimate]], [[bastard]], i. e. [[born]], [[not]] in [[lawful]] [[wedlock]], [[but]] of a [[concubine]] or [[female]] [[slave]]: [[Homer]] [[down]].)  
|txtha=νοθη, νοθον, [[illegitimate]], [[bastard]], i. e. [[born]], [[not]] in [[lawful]] [[wedlock]], [[but]] of a [[concubine]] or [[female]] [[slave]]: [[Homer]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και -η και -ος (ΑΜ [[νόθος]], -η, -ον, Α θηλ. και -ος)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο<br /><b>2.</b> [[κίβδηλος]], [[πλαστός]], παραποιημένος, μη [[γνήσιος]] (α. «νόθο [[βάρος]]» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για φιλολογικό [[έργο]]) αυτός που δεν ανήκει στον συγγραφέα στον οποίο αποδίδεται («νόθο [[κείμενο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νόθοι πλευρές» ή «νόθες πλευρές» — οι [[πέντε]] τελευταίες πλευρές τών πλάγιων μοιρών του θώρακα του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ανώμαλος]], μη [[φυσιολογικός]] («νόθες καταστάσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «νόθοι δίφθογγοι» — οι υστερογενείς δίφθογγοι<br />β) «νόθο [[κλάσμα]]» — [[κλάσμα]] του οποίου ο [[αριθμητής]] [[είναι]] μεγαλύτερος από τον παρονομαστή, αλλ. καταχρηστικό [[κλάσμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ζώα ή φυτά) αυτός που προκύπτει από [[διασταύρωση]] ατόμων τα οποία δεν [[είναι]] γονοτυπικώς όμοια, αλλ. [[υβρίδιο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παράνομος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από [[δούλη]] ή [[παλλακίδα]]<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[γόνος]] μη Αθηναίων πολιτών ή αυτός του οποίου η [[μητέρα]] μόνο ήταν μη Αθηναία<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ νόθοι</i><br />(στην Αίγυπτο) [[τάξη]] υπηρετών του ναού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νόθος]] [[πυρετός]]» — [[πλαστός]], [[φαινομενικός]]<br />β) «[[νόθος]] [[σάλπιγξ]]» — το [[σφύριγμα]] του φιδιού<br />γ) «νόθον [[φέγγος]]» — το φως της σελήνης<br />δ) «[[νόθος]] [[ἱματισμός]]» — η [[ενδυμασία]] της [[πόρνης]]. Επίρ. <i>νόθως</i> (Α)<br />[[ψευδώς]], ανειλικρινώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>andha</i>-<i>h</i> «[[άγνωστος]]» έχει απορριφθεί. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται η [[άποψη]] ότι πρόκειται για πελασγική λ.].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόθος Medium diacritics: νόθος Low diacritics: νόθος Capitals: ΝΟΘΟΣ
Transliteration A: nóthos Transliteration B: nothos Transliteration C: nothos Beta Code: no/qos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον (Call.Fr.279),

   A bastard, baseborn, i.e. born of a slave or concubine, freq. in Il. (never in Od.), ν. υἱός Il.2.727, etc.; παῖδες ν. Hdt.8.103, Pl.Ap.27d; opp. γνήσιος, Il.11.102, Ar. Av.1650; ὅδ', εἰ ν. τις, gnhsi/ois i)/son sqe/nei S.Fr.87; νόθοι καὶ οὐχ υἱοί ἐστε Ep.Hebr.12.8: fem., κούρη νόθη Il.13.173.    2 at Athens, child of a citizen father and an alien mother, D.23.213, etc.; νόθος πρὸς μητρός Plu.Them.1.    3 pl., in Egypt, a class of temple-attendants, Wilcken Chr.66 (iii B.C.).    4 of animals, cross-bred, πρόβατα PHib.1.32.15 (iii B.C.).    II generally, spurious, counterfeit, supposititious, of persons and things, λογισμῷ τινι ν. Pl.Ti.52b, cf. Dam. Pr.26; ν. παιδείᾳ Pl.Lg.741a; ν. ἡδοναί Id.R.587c; ἀοιδαί Call.l.c.; νόθον ἧπαρ ὁ σπλήν Arist.PA669b28; αἱ ν. πλευραί the false ribs, Paus. 1.35.6, Gal.UP4.9, Aret.SA2.6; ν. πυρετός Gal.11.30; ν. σάλπιγξ, of a serpent's hiss, Nonn.D.35.214; ν. φέγγος, of the moon, opp. γνήσιον, of the sun, Ph.1.628; ν. ἱματισμός meretricious, Peripl.M. Rubr.39,49. Adv. -θως insincerely, disingenuously, LXX 3 Ma.3.17, cf. Hsch.    2 of literary works, spurious, Porph.Plot.16.

German (Pape)

[Seite 259] att. auch 2 Endgn, unehel ich, mit einer Beischläferinn od. Sklavinn erzeugt, υἱός, Il. 2, 727 u. öfter, Ggstz γνήσιος, 11, 102; vgl. noch 5, 70; κασίγνητος, Pind. Ol. 7, 27; τὸν ἐκ δορὸς γεγῶτα πολεμίου νόθον, Soph. Ai. 992; oft Eur., der auch νόθον λέκτρον sagt, Ion 545 Andr. 929; u. in Prosa, νόθοι παῖδες, Her. 8, 103. – Uebh. verfälscht, untergeschoben, unächt, falsch; λογισμός, Plat. Tim. 52 b; νόθα καὶ φαῦλα, Rep. VI, 496 a; νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους Legg. V, 741 a; νόθα σπέρματα, VIII, 841 d; u. so oft bei Sp., bes. von Schriftwerken.

Greek (Liddell-Scott)

νόθος: -η, -ον, Ἀττ. ὡσαύτως ος, ον, ὁ μὴ γνήσιος, ὁ μὴ ἐκ νομίμου γάμου υἱός, δηλ. ὁ ἐκ δούλης ἢ παλλακῆς, συχν. ἐν τῇ Ἰλ. (οὐδέποτε ἐν τῇ Ὀδ.), Πίνδ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· νόθος υἱός Ἰλ. Β. 727, κτλ.· οἷος ὁ Τεῦκρος, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1013· ἀντίθετ. τῷ γνήσιος, Λατ. legilimus, Ἰλ. Λ. 102, Ἡρόδ. 8. 103· ὁ δὴ ν. τοῖς γνησίοις ἴσον σθένει Σοφ. Ἀποσπ. 108· ὡσαύτως, νόθη κούρη Ἰλ. Ν. 173. 2) ἐν Ἀθήναις ὡσαύτως πᾶν τέκνον γεννηθὲν ἐκ ξένης γυναικὸς ἢ ὅτε ὁ εἷς τῶν γονέων δὲν ἦτο πολίτης Ἀθηναῖος, Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 962, Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 118· νόθος πρὸς μητρὸς Πλουτ. Θεμιστ. 1. ΙΙ. καθόλου, πλαστός, κίβδηλος, ὑποβολιμαῖος, ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων, λογισμῷ τινι ν. Πλάτ. Τίμ. 52Β· ν. παιδείᾳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 741Α· ν. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 587Β· ἀοιδαὶ Καλλ. Ἀποσπ. 279· νόθον ἧπαρ ὁ σπλὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7. 4· νόθαι πλευραί, «ἀπ’ ὤμων ἐς τὰς ἐλαχίστας πλευράς, καλουμένας δὲ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν νόθας» Παυσ. 1. 35, 6· ν. σάλπιγξ, ἐπὶ τοῦ συρίγματος ὄφεως, Νόνν. Δ. 35. 214· ν. φέγγος, ἐπὶ τῆς σελήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς το γνήσιον, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Φίλων 1. 628. - Ἐπίρρ. νόθως, οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἑβδομ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 17)· «ψευδῶς» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
bâtard, de naissance illégitime.
Étymologie: DELG -.

English (Autenrieth)

illegitimate or natural son, opp. γνήσιος, Il. 11.102, 490; daughter (νόθη), Il. 13.173.

English (Slater)

νόθος
   1 bastard Ἀλκμήνας κασίγνητον νόθον Likymnios, who was son of Elektryon by his concubine Midea (O. 7.27)

English (Strong)

of uncertain affinity; a spurious or illegitimate son: bastard.

English (Thayer)

νοθη, νοθον, illegitimate, bastard, i. e. born, not in lawful wedlock, but of a concubine or female slave: Homer down.)

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -η και -ος (ΑΜ νόθος, -η, -ον, Α θηλ. και -ος)
1. αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο
2. κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, μη γνήσιος (α. «νόθο βάρος» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», Πλάτ.)
3. (για φιλολογικό έργο) αυτός που δεν ανήκει στον συγγραφέα στον οποίο αποδίδεται («νόθο κείμενο»)
4. φρ. «νόθοι πλευρές» ή «νόθες πλευρές» — οι πέντε τελευταίες πλευρές τών πλάγιων μοιρών του θώρακα του ανθρώπου
νεοελλ.
1. μτφ. ανώμαλος, μη φυσιολογικός («νόθες καταστάσεις»)
2. φρ. α) «νόθοι δίφθογγοι» — οι υστερογενείς δίφθογγοι
β) «νόθο κλάσμα» — κλάσμα του οποίου ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστή, αλλ. καταχρηστικό κλάσμα
νεοελλ.-μσν.
(για ζώα ή φυτά) αυτός που προκύπτει από διασταύρωση ατόμων τα οποία δεν είναι γονοτυπικώς όμοια, αλλ. υβρίδιο
μσν.
παράνομος
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε από δούλη ή παλλακίδα
2. (στην Αθήνα) γόνος μη Αθηναίων πολιτών ή αυτός του οποίου η μητέρα μόνο ήταν μη Αθηναία
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νόθοι
(στην Αίγυπτο) τάξη υπηρετών του ναού
4. φρ. α) «νόθος πυρετός» — πλαστός, φαινομενικός
β) «νόθος σάλπιγξ» — το σφύριγμα του φιδιού
γ) «νόθον φέγγος» — το φως της σελήνης
δ) «νόθος ἱματισμός» — η ενδυμασία της πόρνης. Επίρ. νόθως (Α)
ψευδώς, ανειλικρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με αρχ. ινδ. andha-h «άγνωστος» έχει απορριφθεί. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται η άποψη ότι πρόκειται για πελασγική λ.].