παραμυθία: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(T22)
(31)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=παραμυθιας, ἡ ([[παραμυθέομαι]]), in classical Greek [[any]] [[address]], [[whether]] made for the [[purpose]] of persuading, or of arousing and stimulating, or of calming and [[consoling]]; [[once]] in the N. T., [[like]] the Latin allocutio (Seneca, ad Marc. 1; ad Helv. 1), equivalent to [[consolation]], [[comfort]]: [[Plato]], Ax., p. 365a.; [[Aeschines]] [[dial]]. Socrates 3,3; Josephus, b. j. 3,7, 15; Lucian, [[dial]]. mort. 15,3; Aelian v. h. 12,1at the [[end]].)  
|txtha=παραμυθιας, ἡ ([[παραμυθέομαι]]), in classical Greek [[any]] [[address]], [[whether]] made for the [[purpose]] of persuading, or of arousing and stimulating, or of calming and [[consoling]]; [[once]] in the N. T., [[like]] the Latin allocutio (Seneca, ad Marc. 1; ad Helv. 1), equivalent to [[consolation]], [[comfort]]: [[Plato]], Ax., p. 365a.; [[Aeschines]] [[dial]]. Socrates 3,3; Josephus, b. j. 3,7, 15; Lucian, [[dial]]. mort. 15,3; Aelian v. h. 12,1at the [[end]].)  
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΝΜΑ [[παραμυθούμαι]]<br />[[καθετί]] που γίνεται ή λέγεται για να ανακουφίσει τον πόνο, [[ιδίως]] τον [[ψυχικό]], [[παρηγοριά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προτροπή]], [[παρακίνηση]]<br /><b>2.</b> αποδεικτική [[συζήτηση]], [[δηλαδή]] [[συζήτηση]] με την οποία ο [[ομιλητής]] πείθει εντελώς τον ακροατή<br /><b>3.</b> [[αναψυχή]], [[τέρψη]]<br /><b>4.</b> [[ανακούφιση]], [[καταπράυνση]]<br /><b>5.</b> [[λύση]] δυσκολίας, [[διασάφηση]] απορίας, [[εξήγηση]] («[[παραμυθία]] πρὸς τὴν ἀπορίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δικαιολογία]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμῡθία Medium diacritics: παραμυθία Low diacritics: παραμυθία Capitals: ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Transliteration A: paramythía Transliteration B: paramythia Transliteration C: paramythia Beta Code: paramuqi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A encouragement, exhortation, Pl.R.450d, Phld.Ir.p.65 W.(pl.) ; reassurance, gentle persuasion, Pl.Phd.70b, Lg.720a.    2 consolation, Id.Ax. 365a, Arr.Epict.1.1.18 ; diversion, distraction, Pl.Sph.224a.    3 relief from, abatement of, φθόνου Plu.Them.22 ; τῶν πόνων καὶ τῶν κινδύνων Id.Dio 52, etc.; π. ταλαιπωρούντων, of sleep, Secund.Sent. 13.    4 explanation, solution of a difficulty, π. πρὸς τὴν ἀπορίαν Plu. 2.395f, cf. 929f, Simp.in Ph.361.19.    5 excuse, ἔχειν τινὰ π. Longin.4.7, cf. Hermog.Id.1.11, al.

German (Pape)

[Seite 490] ἡ, das Zureden, die Ermunterung, Ermahnung, Ueberredung; ἡ τῶν ὄχλων κήλησις καὶ παρ. Plat. Euthyd. 290 a; Phaed. 70 b u. öfter, u. A. – Trost, Linderung, Plat. Ax. 385 a; auch im Ggstz von σπουδή, Erholung, Soph. 224 a; Plut. u. a. Sp., παραμυθίαν οὐ μικρὰν ἔχω, Luc. Nigr. 7. Auch Entschuldigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραμυθία: ἡ, τὸ παρθαρρύνειν, προτροπή, Πλάτ. Πολ. 450D ὡσαύτως, κατάπεισις, ἀποδεικτικὴ συζήτησις, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 70Β, Νόμ. 720Α. 2) παρηγορία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 365Α, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 18· -ὡσαύτως ἄνεσις, ἡσυχία, Πλάτ. Σοφιστ. 224Α. 3) ἀνακούφισις ἀπό τινος, κατάπτωσίς τινος, Πλουτ. Θεμ. 22· τῶν πόνων καὶ τῶν κινδύνων ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 52, κλ.· μείωσις, ἐλάττωσις, ὁ αὐτ. 2. 395F· δικαιολογία, ἔχειν τινα π. Λογγῖν. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 395.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. parole d’exhortation, d’où
1 propr. exhortation, encouragement;
2 action d’apaiser ou en gén., d’atténuer, réconfort;
II. action de persuader.
Étymologie: παραμυθέομαι.

English (Strong)

from παραμυθέομαι; consolation (properly, abstract): comfort.

English (Thayer)

παραμυθιας, ἡ (παραμυθέομαι), in classical Greek any address, whether made for the purpose of persuading, or of arousing and stimulating, or of calming and consoling; once in the N. T., like the Latin allocutio (Seneca, ad Marc. 1; ad Helv. 1), equivalent to consolation, comfort: Plato, Ax., p. 365a.; Aeschines dial. Socrates 3,3; Josephus, b. j. 3,7, 15; Lucian, dial. mort. 15,3; Aelian v. h. 12,1at the end.)

Greek Monolingual

ἡ, ΝΜΑ παραμυθούμαι
καθετί που γίνεται ή λέγεται για να ανακουφίσει τον πόνο, ιδίως τον ψυχικό, παρηγοριά
αρχ.
1. προτροπή, παρακίνηση
2. αποδεικτική συζήτηση, δηλαδή συζήτηση με την οποία ο ομιλητής πείθει εντελώς τον ακροατή
3. αναψυχή, τέρψη
4. ανακούφιση, καταπράυνση
5. λύση δυσκολίας, διασάφηση απορίας, εξήγησηπαραμυθία πρὸς τὴν ἀπορίαν», Πλούτ.)
6. δικαιολογία.