Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προκαθίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(Autenrieth)
(34)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[alight]] [[after]] [[flying]] [[forward]], [[settle]] [[down]], [[part]]., Il. 2.463†.
|auten=[[alight]] [[after]] [[flying]] [[forward]], [[settle]] [[down]], [[part]]., Il. 2.463†.
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[προκατίζω]] Α<br /><b>1.</b> (για πουλιά) [[πετώ]] λίγο [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[έπειτα]] [[κάθομαι]] («κλαγγηδὸν προκαθιζόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] ενώπιον του δήμου και [[δικάζω]] («[[ἔνθα]] περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προΐσταμαι]], [[προεδρεύω]]<br /><b>4.</b> εγκαθίσταμαι εκ τών προτέρων («ὅτε Κλεομένης εἰς τὸν Ἰσθμὸν προεκάθισε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παραμένω]] [[κάπου]] και [[προστατεύω]] κάποιον ή [[κάτι]] («εἰ μὲν αὐτὸς δύναται προκαθίσας τῆς Ἠπείρου παρασκευάζειν σφίσι τὴν ἀσφάλειαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κάθομαι]] σε ανώτερη [[θέση]], προτιμώμαι<br /><b>7.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]]<br /><b>8.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον [[μπροστά]] για [[προφύλαξη]] και [[υπεράσπιση]] ενός τόπου.
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαθίζω Medium diacritics: προκαθίζω Low diacritics: προκαθίζω Capitals: ΠΡΟΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: prokathízō Transliteration B: prokathizō Transliteration C: prokathizo Beta Code: prokaqi/zw

English (LSJ)

Ion. προ-κατίζω,

   A perch, of birds, Il.2.463.    2 sit in public, sit in state, ἐς θρόνον Hdt.1.14, cf. 97; ἐν τῆ βασιλείῳ ἕδρᾳ Hdn. 1.9.3:—Med., προκατίζεσθαι ἐς τὸ προάστιον Hdt.5.12.    3 settle before, εἰς τὸν Ἰσθμόν Plb.20.6.8; ἐπὶ τῆς διαβάσεως Id.Fr.43:—Med., Arist.Pr.946b36, Plb.10.49.1.    4 c. gen., sit before, to be chief of, τῆς Ἠπείρου Id.20.3.3; have precedence of, τινος Luc.JTr.9.    II trans., π. ἐνέδρας lay ambushes beforehand, Aen.Tact.15.9.    2 set as guards, τινὰς ὡς ἐπὶ Τυρρηνίας Plb.2.24.6.

German (Pape)

[Seite 727] (s. καθίζω), ion. προκατίζω, vorn od. davor niedersitzen, sich niederlassen, Il. 2, 463; draußen öffentliche Sitzung halten, Her. 1, 97; ἐς τὸν θρόνον, 1, 14, u. so auch im med., προκατίζεσθαι εἰς τὸ προάστειον, 5, 12, übh. = προκάθημαι, z. B. τῆς Ἠπείρου, Pol. 20, 3, 3; u. med., 10, 49, 1, Luc. Pisc. 42, – transit. vorsetzen, τούτους ὡς ἐπὶ Τυῤῥηνίας προεκάθισαν, Pol. 2, 24, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προκαθίζω: Ἰων. -κατίζω, ἐπὶ χηνῶν καὶ γεράνων, πέτομαι μικρὸν πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ἔπειτα καθίζω, Ἰλ. Β. 463. 2) καθέζομαι δημοσίᾳ, ἐπισήμως, ἐς θρόνον Ἡρόδ. 1. 14., πρβλ. 97· ἐν τῇ βασιλείῳ ἕδρᾳ Ἡρῳδιαν. 1. 9· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προκατίζεσθαι ἐς τὸ προάστειον Ἡρόδ. 5. 12. 3) ἐγκαθίσταμαι ἐμπρός, ἐς τὸν Ἰσθμὸν αὐτόθι 6, 8· ἐπὶ τῆς διαβάσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. Ἀποσπ. 67· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀριστ. Προβλ. 26. 56, Πολύβ. 10. 49, 1. 4) μετὰ γεν., προΐσταμαι, τῆς Ἠπείρου ὁ αὐτ. 20. 3, 3· καθέζομαι εἰς θέσιν ἀνωτέραν, προτιμῶμαι, τινὸς Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 9. ΙΙ. μεταβ., τούτους μὲν ἀθροίσαντες ὡς ἐπὶ Τυρρηνίας προεκάθισαν Πολύβ. 2. 24, 6.

French (Bailly abrégé)

1 s’asseoir en avant, à la première place ; avoir la présidence de, gén.;
2 s’asseoir ou siéger en public;
Moy. προκαθίζομαι venir s’établir en avant, avec ἐς et l’acc..
Étymologie: πρό, καθίζω.

English (Autenrieth)

alight after flying forward, settle down, part., Il. 2.463†.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προκατίζω Α
1. (για πουλιά) πετώ λίγο προς τα εμπρός και έπειτα κάθομαι («κλαγγηδὸν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.)
2. κάθομαι ενώπιον του δήμου και δικάζωἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε», Ηρόδ.)
3. προΐσταμαι, προεδρεύω
4. εγκαθίσταμαι εκ τών προτέρων («ὅτε Κλεομένης εἰς τὸν Ἰσθμὸν προεκάθισε», Πολ.)
5. παραμένω κάπου και προστατεύω κάποιον ή κάτι («εἰ μὲν αὐτὸς δύναται προκαθίσας τῆς Ἠπείρου παρασκευάζειν σφίσι τὴν ἀσφάλειαν», Πολ.)
6. κάθομαι σε ανώτερη θέση, προτιμώμαι
7. στήνω ενέδρα
8. τοποθετώ κάποιον μπροστά για προφύλαξη και υπεράσπιση ενός τόπου.