στάδιος: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(SL_2)
(38)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>στᾰδιος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[firmly]] [[standing]] κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων [[ταχέως]] ὑψίγυιον [[ἄλσος]] (O. 5.13)
|sltr=<b>στᾰδιος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[firmly]] [[standing]] κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων [[ταχέως]] ὑψίγυιον [[ἄλσος]] (O. 5.13)
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, θηλ. ιων. τ. -ίη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται σε ένα [[σημείο]], στον οποίο δεν υπάρχει [[μετακίνηση]], [[αμετακίνητος]] («ἡ γὰρ [[μάχη]] οὐ [[σταδία]] ἦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πηγή]]) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει [[νερό]]<br /><b>3.</b> [[στητός]], [[ορθός]], [[ίσος]]<br /><b>4.</b> (ειδικά για χιτώνα) αυτός που πέφτει [[κάθετα]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[χωρίς]] [[ζώνη]]<br /><b>5.</b> (για θώρακα) [[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], αυτός που δεν έχει αρμούς ώστε να τυλίγεται<br /><b>6.</b> [[σταθερός]], [[συμπαγής]], [[ακλόνητος]] («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων [[ταχέως]] ὑψίγυιον [[ἄλσος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> ζυγισμένος με [[σταθμά]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[στάδιον]]<br />η [[ακινησία]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[σταδίη]] [[ὑσμίνη]]» — [[μάχη]] εκ του [[συστάδην]], [[σώμα]] με [[σώμα]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[στάδην]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]]) με [[επίθημα]] -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἐκτάδιος]]: [[ἐκτάδην]])<br /><b>βλ.</b> και λ. <i>σταδ</i>-<i>αῖος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάδιος Medium diacritics: στάδιος Low diacritics: στάδιος Capitals: ΣΤΑΔΙΟΣ
Transliteration A: stádios Transliteration B: stadios Transliteration C: stadios Beta Code: sta/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, (ἵστημι)

   A standing fast and firm, σ. ὑσμίνη close fight, fought hand to hand, Il.13.314,713, cf. Th.4.38; ἐνὶ σταδίῃ (sc. ὑσμίνῃ) Il.7.241, cf. 13.514; ἡ σ. μάχη Ath.6.273f, cf. σταδαῖος; [πῖδαξ] σταδίη μένει, of a spring from which no water flows, Opp.C.4.326.    2 firm, fixed, θάλαμοι Pi.O.5.13: τὸ σ. immobility, D.C.39.43.    3 standing upright or straight, σ. χιτών,= ὀρθοστάδιον, an ungirt tunic hanging in straight plaits, Call.Fr.59, cf. στατός; θώραξ σ. a stiff breastplate, plate-armour, opp. στρεπτός or ἁλυσιδωτός, A.R.3.1226 (v. Sch.).    II (ἵστημι A.IV) weighed, Nic.Al.402 (στήδην cj. Bentley).

German (Pape)

[Seite 927] ὁ, s. στάδιον. 1) stehend; σταδίη ὑσμίνη, die stehende, offene Feldschlacht, ein geordnetes Gefecht, in welchem die Kämpfenden handgemein werden, im Ggstz zu den Streifereien od. Scharmützeln, Il. 13, 314. 713; auch ἐν σταδίῃ, ohne ὑσμίνῃ, 7, 241. 13, 514. 15, 283; u. so auch in Prosa, ἡ μάχη οὐ σταδία ἦν, Thuc. 4, 38; – unbeweglich, πῖδαξ σταδίη μένει, Opp. Cyn. 4, 326. – 2) grade, aufrecht stehend, steif, was sich nicht zusammenlegen od.- falten läßt; χιτών, = ὀρθοσταδίας, ein langes, grade herabgehendes, ungegürtetes Gewand, s. Lob. Phryn. 238; θώραξ, ein steifer Panzer ohne Gelenke, Ggstz ἀλυσιδωτός, vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 1225. – 3) zugewogen, Nic. Al. 402.

Greek (Liddell-Scott)

στάδιος: [ᾰ], -α, -ον, (√ΣΤΑ, ἵστημι) ὁ ἱστάμενος, σταθερός, εὐσταθής, σταδίη ὑσμίνη, μάχη ἐκ τοῦ συστάδην, Λατιν. Pugna sataria, Ἰλ. Ν. 314, 713, πρβλ. Θουκ. 4. 38· ἐν σταδίῃ (ἐξυπακ. ὑσμίνῃ) Ἰλ. Η. 241, Ν. 514· ἡ στ. μάχη Ἀθήν. 273Ε· πρβλ. σταδαῖος· πῖδαξ σταδίη μένει, ἐπὶ πηγῆς ἐξ ἧς δὲν ῥέει ὕδωρ, Ὀππ. Κ. 4. 326. 2) σταθερός, συμπαγής, ἰσχυρός, θάλαμοι Πινδ. Ο. 5. 29· τὸ στάδιον, τὸ ἀκίνητον, Δίων Κ. 39. 43. 3) ὁ ἱστάμενος ὄρθιοςεὐθύς, στ. χιτὼν = ὀρθοσταδίας, χιτὼν ἄζωστος, κρεμάμενος κατ’ εὐθείας πτυχάς, Καλλ. Ἀποσπ. 59, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 238· θώραξ στ .. ἄκαμπτος θώραξ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στρεπτὸς ἢ ἁλυσιδωτός, Müller Archäol. d. Kunst. § 337. 3., 342. 4. II. (ἵστημι Α. IV) «ζυγισμένος», Νικ. Ἀλεξιφ. 402.

French (Bailly abrégé)

1α, ον :
qui se tient debout ; stable, ferme : σταδία μάχη THC combat de pied ferme ; σταδίη (ion.) ὑσμίνη m. sign. ; subst. ἐν σταδίῃ IL dans un combat de pied ferme.
Étymologie: v. ἵστημι.
2ου (ὁ) :
c. στάδιον.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): ὑσμίνη, standing fight, close combat; also ἐν σταδίῃ alone, Il. 7.241, Il. 13.514, Il. 15.283.

English (Slater)

στᾰδιος
   1 firmly standing κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13)

Greek Monolingual

-ία, -ον, θηλ. ιων. τ. -ίη, Α
1. αυτός που στέκεται σε ένα σημείο, στον οποίο δεν υπάρχει μετακίνηση, αμετακίνητος («ἡ γὰρ μάχη οὐ σταδία ἦν», Θουκ.)
2. (για πηγή) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει νερό
3. στητός, ορθός, ίσος
4. (ειδικά για χιτώνα) αυτός που πέφτει κάθετα προς τα κάτω, χωρίς ζώνη
5. (για θώρακα) άκαμπτος, αλύγιστος, αυτός που δεν έχει αρμούς ώστε να τυλίγεται
6. σταθερός, συμπαγής, ακλόνητος («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.)
7. ζυγισμένος με σταθμά
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ στάδιον
η ακινησία
9. φρ. «σταδίη ὑσμίνη» — μάχη εκ του συστάδην, σώμα με σώμα (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. στάδην (< ἵστημι) με επίθημα -ιος (πρβλ. ἐκτάδιος: ἐκτάδην)
βλ. και λ. σταδ-αῖος].