στύφω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=resserrer.<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]].
|btext=resserrer.<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[προξενώ]] [[συρρίκνωση]], [[κυρίως]] τών σιελογόνων του στόματος, [[προξενώ]] [[στυφότητα]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[συστολή]] της κοιλιάς, [[επιφέρω]] [[δυσκοιλιότητα]] («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» — καθίσταμαι [[δυσκοίλιος]], Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[εμβαπτίζω]] σε στυπτικό [[διάλυμα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της προκαταρκτικής επεξεργασίας, [[πριν]] από την [[κυρίως]] [[βαφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στύφω]] τα χείλη» και «χείλεα στυφθείς» — [[μαζεύω]] τα χείλη, λόγω στυφής γεύσης ενός τροφίμου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[αυστηρός]], [[σοβαρός]] ή [[είμαι]] [[κατηφής]], [[μελαγχολικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] με [[στυπτηρία]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) έχω [[στυφή]] [[γεύση]], [[είμαι]] [[στυφός]]<br />β) ελαττώνομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ήχο) [[ενοχλώ]] με την [[οξύτητα]] που έχω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. [[στύφω]] [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίθ. [[στρυφνός]], ενώ έχει επί [[πλέον]] διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι έχει αντικαταστήσει έναν αρχικό αμάρτυρο τ. <i>στρύφω</i>. Η [[άποψη]] αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του μυκηναϊκού τ. <i>turupterija</i>, ο [[οποίος]] οδηγεί σε τ. [[στρυπτηρία]], από όπου προήλθε η λ. [[στυπτηρία]] με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>ρ</i>- η οποία γενικεύθηκε και [[έτσι]] απαντά ο τ. [[στύφω]] [[αντί]] του <i>στρύφω</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τόσο με το ρ. [[στύω]] όσο και με τη λ. [[στυππεῖον]] δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡφω Medium diacritics: στύφω Low diacritics: στύφω Capitals: ΣΤΥΦΩ
Transliteration A: stýphō Transliteration B: styphō Transliteration C: styfo Beta Code: stu/fw

English (LSJ)

Hp.Int.14, etc.: aor. inf.

   A στύψαι Hsch.:—Pass. (v.infr.):—contract, draw together, τὴν κοιλίην στύφεσθαι becomes costive, Hp.Aër.7; στῦψαι πλάδον Aret.CA1.1; esp. of an astringent taste, χείλεα στυφθείς having his lips drawn up by the taste, AP9.375; δέρμα ἐστυμμένον, i.e. made watertight, Gal.12.846; mix with στυπτηρία, PMag.Leid.V.6.18; aor. 2 part. Pass. στυφέντα in this last sense, PHolm.24.13 (στυφόεντα cj. Lagercrantz): metaph. of sounds, φωναὶ στύφουσαι τὴν ἀκοήν, opp. διαχέουσαι, D.H.Comp.15.    2 in dyeing, treat fabrics, etc., with a mordant, Lysis ap.Iamb.VP17.76; στῦψον τῇ ἰσάτι prepare it by a preliminary dyeing with woad, PHolm.21.42; στύφει [τὴν ἄγχουσαν] fixes alkanet, ib.15.18.    3 intr. in Act., στύφει κατ' ὀλίγον τὸ οὖρον gradually diminishes, Hp.Int.14.    II intr., to be astringent, Arist.Pr.863b17, Philonid. ap. Ath.15.675e, Dsc.1.116,118, Sor. 1.81, Gal.6.68, Hices. ap. Ath.7.321a.    2 metaph., to be harsh, austere, gloomy, Them.Or.27.339a, cf. Hsch. s.v. [[στύψαι. [ῡ]], Nic.Al. 278, cf. 375 (ἐν-) ; ῠ to be assumed in στυφέντα (s.v.l.).]

German (Pape)

[Seite 960] zusammenziehen, dicht, fest, hart machen, bes. vom zusammenziehenden, herben Geschmack, χείλεα στυφθείς, dem die Lippen durch Säure zusammengezogen sind, Ep. ad. 386 (IX, 375). – Auch intrans. von zusammenziehendem, herbem Geschmack sein, Strab. XI, 518; Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στύφω: [ῡ], μέλλ. -ψω (ἴδε ἐν λέξ. στυφελός)· - συστέλλω, συμμαζεύω, στύφω, κοιλία στύφεται, γίνεται δύσκολος, δὲν ἐνεργεῖ κανονικὰς κενώσεις, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 285· μάλιστα ἡ διὰ στυπτικῶν μέσων προπαρασκευὴ τῶν ἐρίων πρὸς βαφήν, στ. τά βάψιμα τῶν ἱματίων Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. σ. 162, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 429D· - μάλιστα ἐπὶ στυφούσης γεύσεως, χείλεα στυφθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 375· ὡσαύτως, ἄνδρες ἐστυμμένοι, = στυφελοί, Ἐκκλ.· μεταφορ., ἐπὶ ἤχων, φωναὶ στύφουσαι τὴν ἀκοήν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαχέουσαι, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἂν καὶ εὐκόλως δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν αἰτιατικήν), προξενῶ στυφότητα (στυφάδα) ἢ εἶμαι στυφός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 38, Φιλωνίδ. παρ’ Ἀθην. 675Ε, Διοσκ. 1. 169, 172, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 321Α. 2) μεταφορ., εἶμαι τραχύς, αὐστηρός, κατηφής, Θεμίστ. 339Α. [ῡ, Νικ. Ἀλεξιφ. 375].

French (Bailly abrégé)

resserrer.
Étymologie: στυφός.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων του στόματος, προξενώ στυφότητα
2. προκαλώ συστολή της κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» — καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.)
3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής επεξεργασίας, πριν από την κυρίως βαφή
4. φρ. «στύφω τα χείλη» και «χείλεα στυφθείς» — μαζεύω τα χείλη, λόγω στυφής γεύσης ενός τροφίμου
μσν.-αρχ.
είμαι αυστηρός, σοβαρός ή είμαι κατηφής, μελαγχολικός
αρχ.
1. αναμιγνύω με στυπτηρία
2. (αμτβ.) α) έχω στυφή γεύση, είμαι στυφός
β) ελαττώνομαι
3. μτφ. (για ήχο) ενοχλώ με την οξύτητα που έχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. στύφω πρέπει να συνδεθεί με το επίθ. στρυφνός, ενώ έχει επί πλέον διατυπωθεί και η υπόθεση ότι έχει αντικαταστήσει έναν αρχικό αμάρτυρο τ. στρύφω. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του μυκηναϊκού τ. turupterija, ο οποίος οδηγεί σε τ. στρυπτηρία, από όπου προήλθε η λ. στυπτηρία με ανομοιωτική αποβολή του -ρ- η οποία γενικεύθηκε και έτσι απαντά ο τ. στύφω αντί του στρύφω. Η σύνδεση, τέλος, τόσο με το ρ. στύω όσο και με τη λ. στυππεῖον δεν θεωρείται πιθανή].