βύσσος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(7)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βύσσος]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] κιτρινωπό [[λινάρι]], αιγυπτιακό ή [[ινδικό]]<br /><b>2.</b> πολυτελές ύφασμα ή [[ένδυμα]] από βύσσο («ἐνεδυσάμην πορφύραν καὶ βύσσον», Παλαιά Διαθήκη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαμβάκι]] ή βαμβακερό ύφασμα<br /><b>2.</b> [[μετάξι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που μέσω της Σημιτικής (<b>[[πρβλ]].</b> φοιν. <i>bs</i>, εβρ. και αραμ. <i>b</i><i>ū</i><i>s</i>) εισήλθε στην Ελληνική από το αιγυπτ. <i>w d</i>-<i>t</i> «[[είδος]] λιναριού»].
|mltxt=[[βύσσος]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] κιτρινωπό [[λινάρι]], αιγυπτιακό ή [[ινδικό]]<br /><b>2.</b> πολυτελές ύφασμα ή [[ένδυμα]] από βύσσο («ἐνεδυσάμην πορφύραν καὶ βύσσον», Παλαιά Διαθήκη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαμβάκι]] ή βαμβακερό ύφασμα<br /><b>2.</b> [[μετάξι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που μέσω της Σημιτικής (<b>[[πρβλ]].</b> φοιν. <i>bs</i>, εβρ. και αραμ. <i>b</i><i>ū</i><i>s</i>) εισήλθε στην Ελληνική από το αιγυπτ. <i>w d</i>-<i>t</i> «[[είδος]] λιναριού»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βύσσος:''' ἡ, [[λεπτό]] [[λινάρι]] και λινό ύφασμα που φτιάχνεται απ' αυτό, σε Θεόκρ. ([[ξένη]] [[λέξη]]· πρβλ. εβραϊκή [[λέξη]] butz).
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύσσος Medium diacritics: βύσσος Low diacritics: βύσσος Capitals: ΒΥΣΣΟΣ
Transliteration A: býssos Transliteration B: byssos Transliteration C: vyssos Beta Code: bu/ssos

English (LSJ)

ἡ,

   A flax, and the linen made from it, Emp.93, Theoc.2.73, etc.; used of perennial flax, Linum angustifolium, grown in Elis, Paus.6.26.6, and of Linum usitatissimum, = λίνον Ἑβραίων, Id.5.5.2; also, in later writers, of Indian cotton, Gossypium herbaceum, Poll. 7.76, Philostr.VA2.20; and of silk, τὰ Σηρικὰ ἔκ τινων φλοιῶν ξαινουένης βύσσου Str.15.1.20.

German (Pape)

[Seite 468] ἡ, nach Poll. 7, 75 ein seiner, gelblicher Flachs bei den Indern u. daraus bereitetes Leinen, Paus. 5, 5 Theocr. 2, 73 N. T., Baumwolle, Strab. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βύσσος: ἡ, (Ἑβραϊστὶ b ûtz, Γεσέν. Λεξ. ἐν λ.) λεπτὸν ὑποκίτρινον λίνον (ἰδίως Αἰγυπτιακὸν καὶ Ἰνδικόν), καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ κατασκευαζόμενον ὕφασμα, Ἐμπεδ. 293, Θεόκρ. 2. 73· ― ἐξ αὐτοῦ κατεσκευάζοντο τὰ ὑφάσματα τῶν μουμιῶν τῶν Αἰγυπτίων (πρβλ. βύσσινος), οὐχὶ ἐκ βάμβακος, ἴδε Wilkinson’s Egypt (1η σειρά), 3. σ. 115· ― παρὰ μεταγεν. συγγραφ. λαμβανόμενον ἀντὶ τοῦ βάμβακος, ὡς ὑπὸ Φιλοστρ. 71, Πολυδ. Ζ΄, 76· διακρινόμενον ἀπὸ τῆς καννάβεως καὶ τοῦ λίνου, Παυσ. 6. 26, 6, παρβλ. 5. 5, 2· ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ μετάξης, ἥτις ἐθεωρεῖτο ὡς εἶδος βάμβακος, τὰ Σηρικά, ἔκ τινων φλοιῶν ξαινομένης βύσσου Στράβ. 693. (Ἡ byssus τῶν νεωτέων φυσιοδιφῶν εἶναι ἡ μεταξώδης κλωστὴ τῆς pinna marina).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lin très fin de l’Inde ; tardiv. coton.
Étymologie: DELG emprunt au sémit.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ

• Alolema(s): βυσσός PGen.36.19 (II d.C.), PTeb.313.20 (III d.C.), Hsch.

• Morfología: [gen. -οιο Theoc.2.74]
I bot.
1 lino, Linum usitatissimum (pero a veces quizá 2) βύσσῳ δὲ γλαυκῆς κόκκος καταμίσγεται ἀκτῆς Emp.B 93, βύσσοιο ... χιτών Theoc.l.c., β. κεκλωσμένη LXX Ex.25.4, 26.1, cf. 2Pa.3.14, Is.3.23, Ez.16.11, I.AI 3.103, junto a πόρφυρα como signo externo de excelencia y riqueza, LXX Pr.31.22, Eu.Luc.16.19, I.AI 3.154, ἡ β. ἐσάπη como signo de la riqueza perecedera, Ast.Am.Hom.3.9.1, cf. 1.2.1, 4, 4.4, βυσσοῦ στολίσματα PGen.l.c., β[υσ] σοῦ πήχεις εἴκοσι PTeb.l.c.
2 lino de hoja estrecha, lino fino, Linum bienne Miller (Linum angustifolium) esp. el que crecía en la Élide, Paus.6.26.6, 5.5.2.
3 de otras fibras algodón considerado una variedad del lino en la India, Poll.7.75, Philostr.VA 2.20
de la seda τὰ Σηρικά, ἔκ τινων φλοιῶν ξαινομένης βύσσου Str.15.1.20.
II tinte de color carmesí χρῶμα ἀντὶ τῆς ὕσγης παραλαμβανόμενον Hsch.s.u. βυσσός, Sud., EM 217.20G.

• Etimología: Prést. sem., cf. fenicio bṣ, acad. būṣu, hebr. buṣ.

English (Abbott-Smith)

βύσσος, -οῦ, ἡ (cf. Heb. בּוּץ), [in LXX chiefly for שֵׁשׁ, בּוּץ;]
byssus, a fine species of flax, also the linen made from it: Lk 16:19.†

English (Strong)

of Hebrew origin (בּוּץ); white linen: fine linen.

English (Thayer)

βύσσου, ἡ (Vanicek, Fremdwörter, under the word), byssus, a species of Egyptian flax (found also in India and Achaia) — or linen made from it — very costly, delicate, soft, white, and also of a yellow color (see respecting it Pollux, onomast. 50:7c. 17 § 75): (In the Sept. generally for שֵׁשׁ, also בּוּץ, cf. Winer s RWB under the word Baumwolle; (BB. DD., see under the words, <TOPIC:Byssus> and <TOPIC:Linen>). Josephus, Antiquities 3,6, 1 f; 3,7, 2; Philostr. vit. Apoll. 2,20 (p. 71, Olear. edition); on the flax of Achaia growing about Elis, cf. Pausanias, 5,5, 2; 7,21, 7.)

Greek Monolingual

βύσσος, η (AM)
1. λεπτό κιτρινωπό λινάρι, αιγυπτιακό ή ινδικό
2. πολυτελές ύφασμα ή ένδυμα από βύσσο («ἐνεδυσάμην πορφύραν καὶ βύσσον», Παλαιά Διαθήκη)
αρχ.
1. βαμβάκι ή βαμβακερό ύφασμα
2. μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που μέσω της Σημιτικής (πρβλ. φοιν. bs, εβρ. και αραμ. būs) εισήλθε στην Ελληνική από το αιγυπτ. w d-t «είδος λιναριού»].

Greek Monotonic

βύσσος: ἡ, λεπτό λινάρι και λινό ύφασμα που φτιάχνεται απ' αυτό, σε Θεόκρ. (ξένη λέξη· πρβλ. εβραϊκή λέξη butz).