σκηπτοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(37)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / σκηπτοῡχος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῡχος Α<br />αυτός που φέρει [[σκήπτρο]] ή ράβδο ως [[ένδειξη]] εξουσίας, [[ηγεμόνας]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) [[προσωνυμία]] του αυτοκράτορα («σκηπτοῡχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε [[κοσμοκράτωρ]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ σκηπτοῡχος</i><br />α) [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] στην περσική [[αυλή]], ο [[οποίος]] ήταν, [[συνήθως]], [[ευνούχος]]<br />β) [[επιστάτης]] στην Έφεσο<br />γ) [[ηγεμονίσκος]] στη [[Σκυθία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεῶν σκηπτοῡχος» <br />α) η [[Αφροδίτη]]<br />β) ο Αρης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῆπτον]] «[[σκήπτρο]]», που μαρτυρείται μόνο στον δωρ. τ. [[σκᾶπτον]] (<b>πρβλ.</b> <i>σκαπτοῦχος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
|mltxt=-ο / σκηπτοῡχος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῡχος Α<br />αυτός που φέρει [[σκήπτρο]] ή ράβδο ως [[ένδειξη]] εξουσίας, [[ηγεμόνας]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) [[προσωνυμία]] του αυτοκράτορα («σκηπτοῡχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε [[κοσμοκράτωρ]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ σκηπτοῡχος</i><br />α) [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] στην περσική [[αυλή]], ο [[οποίος]] ήταν, [[συνήθως]], [[ευνούχος]]<br />β) [[επιστάτης]] στην Έφεσο<br />γ) [[ηγεμονίσκος]] στη [[Σκυθία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεῶν σκηπτοῡχος» <br />α) η [[Αφροδίτη]]<br />β) ο Αρης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῆπτον]] «[[σκήπτρο]]», που μαρτυρείται μόνο στον δωρ. τ. [[σκᾶπτον]] (<b>πρβλ.</b> <i>σκαπτοῦχος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκηπτοῦχος:''' Δωρ. σκαπτ-, <i>-ον</i> ([[σκῆπτον]], [[ἔχω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κρατάει [[ραβδί]] ή [[σκήπτρο]] ως χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] εξουσίας· [[σκηπτοῦχος]] [[βασιλεύς]], ο [[βασιλιάς]] που κρατάει [[σκήπτρο]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[ραβδούχος]], [[αξιωματικός]] της Περσικής αυλής, [[αυλάρχης]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηπτοῦχος Medium diacritics: σκηπτοῦχος Low diacritics: σκηπτούχος Capitals: ΣΚΗΠΤΟΥΧΟΣ
Transliteration A: skēptoûchos Transliteration B: skēptouchos Transliteration C: skiptoychos Beta Code: skhptou=xos

English (LSJ)

Dor. σκαπτ-, ον, (σκῆπτον, ἔχω)

   A bearing a staff, baton, or sceptre as the badge of command, σ. βασιλεύς a sceptred king, Il.2.86, Od.2.231, etc.; ὅς τις σ. εἴη Il.14.93: c. gen., θεῶν σ., of Aphrodite, Orph.H.55.11; [Ἄρης] ἠνορέης σ. h.Mart.6.    2 Subst., wand-bearer, a great officer in the Persian court, generally a eunuch, ἢ τύραννος ἢ σ. Semon.7.69, cf. X.Cyr.7.3.15, 8.1.38, 8.3.15, An.1.6.11; of Scythian princelings, IPE12.32A42 (Olbia, iii B.C.); later, of beadles at Ephesus, BMus.Inscr.4.481*.300, Ephes. 4(1) No.4.

German (Pape)

[Seite 896] das Scepter habend, haltend, d. i. das Zeichen der höchsten Gewalt im Kriege u. im Frieden tragend; dei Hom. Beiwort von βασιλεύς, Il. 2, 86 Od. 2, 231 u. öfter; Eur. I. T. 235. – Am persischen Hofe der Scepterträger, ein hohes Hof- u. Staatsamt, das nur Verschnittene bekleideten, Xen. Cyr. 7, 3, 16. 8, 1, 38 An. 1, 6, 11, etwa Hofmarschall.

Greek (Liddell-Scott)

σκηπτοῦχος: Δωρ. σκαπτ-, ον, (σκῆπτον, ἔχω) ὁ φέρων ῥάβδον ἢ σκῆπτρον ὡς σημεῖον τῆς ἀρχηγίας, σκ. βασιλεύς, ἔχων σκῆπτρον, σκηπτροφόρος, Ἰλ. Β. 86, Ὀδ. Β. 231, κτλ.· ὅστις σκ. εἴη, Ἰλ. Ξ. 93· μετὰ γεν., σκ. θεῶν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὀρφ. Ὕμν. 54 (55). 11· Ἄρης ἠνορέης σκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἄρην 6. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων ῥαβδίον, σκῆπτρον, μέγας ἀξιωματικὸς τῆς Περσικῆς αὐλῆς· καθόλου, εὐνοῦχος, ἢ τύραννος ἢ σκ. Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 69, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 3, 16., 8. 1, 38., 8. 3, 15, Ἀνάβ. 1. 6, 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui porte un sceptre :
1 roi, chef;
2 chez les Perses grand de l’empire.
Étymologie: *σκῆπτον, ἔχω.

English (Autenrieth)

(σκῆπτρον, ἔχω): sceptre-holding, sceptred, epithet of kings; as subst., Il. 14.93.

Spanish

portador del cetro

Greek Monolingual

-ο / σκηπτοῡχος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῡχος Α
αυτός που φέρει σκήπτρο ή ράβδο ως ένδειξη εξουσίας, ηγεμόνας
μσν.
(στο Βυζ.) προσωνυμία του αυτοκράτορα («σκηπτοῡχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε κοσμοκράτωρ», Πρόδρ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκηπτοῡχος
α) ανώτερος αξιωματούχος στην περσική αυλή, ο οποίος ήταν, συνήθως, ευνούχος
β) επιστάτης στην Έφεσο
γ) ηγεμονίσκος στη Σκυθία
2. φρ. «θεῶν σκηπτοῡχος»
α) η Αφροδίτη
β) ο Αρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτον «σκήπτρο», που μαρτυρείται μόνο στον δωρ. τ. σκᾶπτον (πρβλ. σκαπτοῦχος) + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

σκηπτοῦχος: Δωρ. σκαπτ-, -ον (σκῆπτον, ἔχω
1. αυτός που κρατάει ραβδί ή σκήπτρο ως χαρακτηριστικό γνώρισμα εξουσίας· σκηπτοῦχος βασιλεύς, ο βασιλιάς που κρατάει σκήπτρο, σε Όμηρ.
2. ως ουσ., ραβδούχος, αξιωματικός της Περσικής αυλής, αυλάρχης, σε Ξεν.