ἐπικίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπικίνδυνος]], -ον) [[κίνδυνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να προκαλέσει [[κακά]] αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη [[εγχείρηση]], [[ασθένεια]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η [[θέση]] του [[είναι]] [[επισφαλής]] («αυτή η [[επιχείρηση]] μού φαίνεται επικίνδυνη»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικινδύνως</i>, -<i>α</i><br />με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί [[αμέσως]] τη ζωή ατόμου ή ομάδας.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπικίνδυνος]], -ον) [[κίνδυνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να προκαλέσει [[κακά]] αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη [[εγχείρηση]], [[ασθένεια]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η [[θέση]] του [[είναι]] [[επισφαλής]] («αυτή η [[επιχείρηση]] μού φαίνεται επικίνδυνη»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικινδύνως</i>, -<i>α</i><br />με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί [[αμέσως]] τη ζωή ατόμου ή ομάδας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικίνδῡνος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, [[επικίνδυνος]], [[επισφαλής]], [[αβέβαιος]], [[ακροσφαλής]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για [[πρόσωπο]], [[ἐπικίνδυνος]] ἦν μὴ λαμφθείη, βρισκόταν σε κίνδυνο [[μήπως]] καταληφθεί, σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε αβέβαιη ή κρίσιμη [[κατάσταση]], σε Σοφ.· υπό δική μου, προσωπική μου [[ευθύνη]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικίνδῡνος Medium diacritics: ἐπικίνδυνος Low diacritics: επικίνδυνος Capitals: ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: epikíndynos Transliteration B: epikindynos Transliteration C: epikindynos Beta Code: e)piki/ndunos

English (LSJ)

ον,

   A in danger, insecure, Hdt.6.86.ά; ἐ. ἦν μὴ λαμφθείη Id.7.239; πρόσοδοι D.36.11; ἐν ἐπικινδύνῳ, opp. ἐν τῷ ἀσφαλεῖ, Th.1.137.    2. dangerous, διδάσκαλοι Gorg.Pal.4 (Comp.); στρατεῖαι Pl.R.467d; ἀρρωστίαι Phld.Ir.p.29 W.; δεινὴ καὶ ἐ. ἔρις Pl.Lg. 736c, cf. X.Mem.4.6.10; -οτέρα πρᾶξις Id.An.1.3.19; τινί to one, Hp.Aph.4.16, Th.3.54; ἐπικίνδυνόν [ἐστι] there is danger, Arist.HA 588a10.    3. Adv. -νως with danger, τίκτειν Hp.Aph.5.55; at one's risk, Th.3.37; in a precarious or critical state, κεῖσθαι S.Ph.502; ἔχειν E.Fr.682.

German (Pape)

[Seite 949] mit Gefahr verbunden, gefährlich, καὶ δεινὴ ἔρις Plat. Legg. V, 736 c; στρατεῖαι Rep. V, 467 d, in Gefahr schwebend; ἡ Ἰωνίη, entgegengesetzt dem ἀσφαλῶς ἱδρυμένη, Her. 6, 86, 1, wie auch bei Dem. 10, 72 ἀσφαλές entgegengesetzt ist; βίος Lys. 5, 2, wie τὸν βίον καθιστάναι 7, 32; – ἐπικίνδυνον ἦν μὴ λαμφθείη, es war Gefahr, war zu fürchten, daß, Her. 7, 239; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ μὲν ἐμοί, ἐκείνῳ δὲ ἐν ἐπικινδύνῳ ἡ ἀποκομιδὴ ἐγίγνετο Thuc. 1, 137. – Adv. ἐπικινδύνως, Thuc. 3, 37 u. A.; Soph. vrbdt ὡς πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται, Alles ist voller Gefahren, Phil. 500.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’est pas en sûreté, précaire : ἐν ἐπικινδύνῳ γίγνεσθαι THC être en danger ; ἐπικίνδυνον ἦν μή HDT il était à craindre que;
2 dangereux, périlleux;
Cp. ἐπικινδυνότερος.
Étymologie: ἐπί, κίνδυνος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπικίνδυνος, -ον) κίνδυνος
1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα»)
2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.)
3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη εγχείρηση, ασθένεια» κ.λπ.)
4. αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η θέση του είναι επισφαλής («αυτή η επιχείρηση μού φαίνεται επικίνδυνη»)
5. φρ. «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα.
επίρρ...
επικινδύνως, -α
με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί αμέσως τη ζωή ατόμου ή ομάδας.

Greek Monotonic

ἐπικίνδῡνος: -ον, αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, επικίνδυνος, επισφαλής, αβέβαιος, ακροσφαλής, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπο, ἐπικίνδυνος ἦν μὴ λαμφθείη, βρισκόταν σε κίνδυνο μήπως καταληφθεί, σε Ηρόδ.· επίρρ. -νως, σε αβέβαιη ή κρίσιμη κατάσταση, σε Σοφ.· υπό δική μου, προσωπική μου ευθύνη, σε Θουκ.