κοιτάζω: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κοιτώ, -άω (AM [[κοιτάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] ιατρικά (α. «[[πρέπει]] να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει [[συνεχώς]] πονοκεφάλους, γι' αυτό [[πρέπει]] να [[πάει]] να κοιταχτεί»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» — να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι<br />β) «κοίταξε να [[δεις]]» — άκουσέ με προσεκτικά, πρόσεξέ με<br />γ) «κοιτώ με μισό [[μάτι]]» — [[κακοβλέπω]] κάποιον<br />δ) «κοιτώ αφ' υψηλού» — [[είμαι]] [[υπερόπτης]]<br />ε) «κοίτα τα χάλια σου» — ασχολήσου με τα δικά σου ελαττώματα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] και [[προσηλώνω]] τα μάτια μου [[κάπου]], [[παρατηρώ]] («μέ κοίταξε με εξεταστικό [[βλέμμα]]»)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]], [[νοιάζομαι]] για κάποιον (α. «δεν τον κοίταξαν [[καθόλου]] τα [[παιδιά]] του» β. «κοίταξε λίγο και την [[υγειά]] σου»)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] ιδιαίτερη [[προσοχή]] σε [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] ιδιαίτερα με [[κάτι]], [[προσέχω]] (α. «κοιτάζει να [[είναι]] [[συνεπής]]» β. «μπορείς να κοιτάξεις αυτό το [[έγγραφο]];»)<br /><b>4.</b> [[εξετάζω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[παρακολουθώ]]<br /><b>6.</b> [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[επιβλέπω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[επιστατώ]]<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[πέφτω]] στο [[κρεβάτι]], [[πλαγιάζω]] να κοιμηθώ<br /><b>4.</b> [[συνευρίσκομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον στο [[κρεβάτι]], [[κατακλίνω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[κλείνω]] ζώο στη [[μάντρα]], [[μαντρώνω]] («ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για ζώο) έχω [[κάπου]] τη [[φωλιά]] μου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κοιτάζομαι</i><br />[[σταθμεύω]] για [[ξεκούραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]]. Η νεοελλ. σημ. «[[παρατηρώ]], [[βλέπω]]» οφείλεται στην [[έννοια]] της επαγρύπνησης ενός φρουρού ή φύλακα που είχε την [[κοίτη]] του [[κοντά]] στο [[πράγμα]] που επιτηρούσε. Ο τ. <i>κοιτώ</i> [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[κοιτάζω]]. Η [[γραφή]] <i>κυτάζω</i> ερμηνεύεται με συμφυρμό τών λ. [[κυπτάζω]] και [[εξετάζω]]].
|mltxt=και κοιτώ, -άω (AM [[κοιτάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] ιατρικά (α. «[[πρέπει]] να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει [[συνεχώς]] πονοκεφάλους, γι' αυτό [[πρέπει]] να [[πάει]] να κοιταχτεί»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» — να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι<br />β) «κοίταξε να [[δεις]]» — άκουσέ με προσεκτικά, πρόσεξέ με<br />γ) «κοιτώ με μισό [[μάτι]]» — [[κακοβλέπω]] κάποιον<br />δ) «κοιτώ αφ' υψηλού» — [[είμαι]] [[υπερόπτης]]<br />ε) «κοίτα τα χάλια σου» — ασχολήσου με τα δικά σου ελαττώματα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] και [[προσηλώνω]] τα μάτια μου [[κάπου]], [[παρατηρώ]] («μέ κοίταξε με εξεταστικό [[βλέμμα]]»)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]], [[νοιάζομαι]] για κάποιον (α. «δεν τον κοίταξαν [[καθόλου]] τα [[παιδιά]] του» β. «κοίταξε λίγο και την [[υγειά]] σου»)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] ιδιαίτερη [[προσοχή]] σε [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] ιδιαίτερα με [[κάτι]], [[προσέχω]] (α. «κοιτάζει να [[είναι]] [[συνεπής]]» β. «μπορείς να κοιτάξεις αυτό το [[έγγραφο]];»)<br /><b>4.</b> [[εξετάζω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[παρακολουθώ]]<br /><b>6.</b> [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[επιβλέπω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[επιστατώ]]<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[πέφτω]] στο [[κρεβάτι]], [[πλαγιάζω]] να κοιμηθώ<br /><b>4.</b> [[συνευρίσκομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον στο [[κρεβάτι]], [[κατακλίνω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[κλείνω]] ζώο στη [[μάντρα]], [[μαντρώνω]] («ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για ζώο) έχω [[κάπου]] τη [[φωλιά]] μου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κοιτάζομαι</i><br />[[σταθμεύω]] για [[ξεκούραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]]. Η νεοελλ. σημ. «[[παρατηρώ]], [[βλέπω]]» οφείλεται στην [[έννοια]] της επαγρύπνησης ενός φρουρού ή φύλακα που είχε την [[κοίτη]] του [[κοντά]] στο [[πράγμα]] που επιτηρούσε. Ο τ. <i>κοιτώ</i> [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[κοιτάζω]]. Η [[γραφή]] <i>κυτάζω</i> ερμηνεύεται με συμφυρμό τών λ. [[κυπτάζω]] και [[εξετάζω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοιτάζω:''' ([[κοίτη]]), [[βάζω]] στο [[κρεβάτι]] — Μέσ., Δωρ. αορ. αʹ <i>ἐκοιταξάμην</i>, [[πηγαίνω]] για ύπνο, [[κοιμάμαι]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτάζω Medium diacritics: κοιτάζω Low diacritics: κοιτάζω Capitals: ΚΟΙΤΑΖΩ
Transliteration A: koitázō Transliteration B: koitazō Transliteration C: koitazo Beta Code: koita/zw

English (LSJ)

(κοίτη)

   A put to bed, Hsch.; esp. of cattle, fold, ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα LXX Je.40(33).12; cause to rest, ποῦ ποιμαίνεις, ποῦ -άζεις ἐν μεσημβρίᾳ; ib.Ca.1.7.    2 Med., Dor. aor. ἐκοιταξάμην, go to bed, sleep, ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Pi.O.13.76, cf. LXX De.6.7.    b encamp, bivouac, Aen. Tact.10.26 (Pass.), Plb.10.15.9, POxy.1465.9(i B.C.); perh. to be read in Eup.341.    II intr., in Act., have a lair, of a lion, Aesop.114: nest, of birds, BGU1252.11 (ii B.C.).    III parcelout lands (cf. κοίτη v), ib.619.4 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1470] ins Lager legen, zu Bett bringen, Hesych. – Med. sich ins Bett legen, sich lagern, schlafen; ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Pind. Ol. 13, 75; κοιτάζεσθαι ἐπὶ τῶν διηρπασμένων Pol. 10, 15, 9; öfter bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοιτάζω: (κοίτη) βάλλω εἰς τὴν κλίνην, κατακοιμίζω, Ἡσύχ., κοιταστέον τὰς κύνας Ἀρρ. Κυν. 9, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. ― Μέσ., μετὰ Δωρ. ἀορ. ἐκοιταξάμην, ὑπάγω εἰς τὴν κλίνην, «πλαγιάζω», κατακλίνομαι, ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Πινδ. Ο. 13. 107· ὡσαύτως παρὰ Πολυβ. 10. 15, 9, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔχω τὴν κοίτην μου, κοιμῶμαι, ἐπὶ λέοντος, ποῦ κοιτάζει, ποῦ κοιμᾶται, Αἴσωπ. 114 Halm.

French (Bailly abrégé)

mettre au lit, faire coucher;
Moy. κοιτάζομαι, se coucher, dormir.
Étymologie: κοίτη.

Greek Monolingual

και κοιτώ, -άω (AM κοιτάζω)
νεοελλ.
1. εξετάζω ιατρικά (α. «πρέπει να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει συνεχώς πονοκεφάλους, γι' αυτό πρέπει να πάει να κοιταχτεί»)
2. φρ. α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» — να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι
β) «κοίταξε να δεις» — άκουσέ με προσεκτικά, πρόσεξέ με
γ) «κοιτώ με μισό μάτι» — κακοβλέπω κάποιον
δ) «κοιτώ αφ' υψηλού» — είμαι υπερόπτης
ε) «κοίτα τα χάλια σου» — ασχολήσου με τα δικά σου ελαττώματα
νεοελλ.-μσν.
1. στρέφω το βλέμμα και προσηλώνω τα μάτια μου κάπου, παρατηρώ («μέ κοίταξε με εξεταστικό βλέμμα»)
2. φροντίζω, μεριμνώ, νοιάζομαι για κάποιον (α. «δεν τον κοίταξαν καθόλου τα παιδιά του» β. «κοίταξε λίγο και την υγειά σου»)
3. δίνω ιδιαίτερη προσοχή σε κάτι, ασχολούμαι ιδιαίτερα με κάτι, προσέχω (α. «κοιτάζει να είναι συνεπής» β. «μπορείς να κοιτάξεις αυτό το έγγραφο;»)
4. εξετάζω κάποιον ή κάτι
5. παρακολουθώ
6. λογαριάζω, υπολογίζω
μσν.
1. διακρίνω, ξεχωρίζω κάποιον ή κάτι
2. επιβλέπω κάποιον ή κάτι, επιστατώ
3. (ενεργ. και μέσ.) πέφτω στο κρεβάτι, πλαγιάζω να κοιμηθώ
4. συνευρίσκομαι
μσν.-αρχ.
διανέμω, διαμοιράζω
αρχ.
1. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, κατακλίνω κάποιον
2. κλείνω ζώο στη μάντρα, μαντρώνω («ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα», ΠΔ)
3. (για ζώο) έχω κάπου τη φωλιά μου
4. παθ. κοιτάζομαι
σταθμεύω για ξεκούραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη. Η νεοελλ. σημ. «παρατηρώ, βλέπω» οφείλεται στην έννοια της επαγρύπνησης ενός φρουρού ή φύλακα που είχε την κοίτη του κοντά στο πράγμα που επιτηρούσε. Ο τ. κοιτώ είναι μεταπλασμένος τ. του κοιτάζω. Η γραφή κυτάζω ερμηνεύεται με συμφυρμό τών λ. κυπτάζω και εξετάζω].

Greek Monotonic

κοιτάζω: (κοίτη), βάζω στο κρεβάτι — Μέσ., Δωρ. αορ. αʹ ἐκοιταξάμην, πηγαίνω για ύπνο, κοιμάμαι, σε Πίνδ.