μνεία: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(25) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[μνεία]], Α αιολ. τ. μνᾶ)<br /><b>1.</b> [[αναφορά]], [[υπόμνηση]], [[υπενθύμιση]] (α. «σε κανένα [[χωρίο]] δεν υπάρχει σχετική [[μνεία]]» β. «ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῡ πρὸς ἐμὲ [[ὑπὲρ]] τοῡ νεανίσκου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μνεία]](ν) ποιοῡμαι τινος» ή «[[κάνω]] [[μνεία]]» — [[υπενθυμίζω]], [[μιλώ]] για [[κάτι]] ή για κάποιον («ἀναγκάζει... μνείαν ποιεῑσθαι τῆς τῶν ἀφροδισίων [[χάριτος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εύφημος]] [[μνεία]]» — τιμητική [[διάκριση]]<br />που απονέμεται σύμφωνα με τους κανονισμούς αρχής, σωματείου, συλλόγου κ.λπ. για ορισμένες ενέργειας ή για την επιστημονική, κοινωνική κ.ά. [[προσφορά]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άγιο) [[νηστεία]]<br /><b>2.</b> [[μνήμη]], [[ανάμνηση]] («βίου δὲ τοῡ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για αγίους) [[μνημόνευση]]<br /><b>4.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Μνεῑαι</i><br />οι Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνεία]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μνη</i>-<i>ιᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾱιᾱ</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνᾱ</i>- του [[μνάομαι]] / <i>μνῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λεία]], [[χρεία]]) με [[βράχυνση]] της μακρόφωνου διφθόγγου (<b>[[πρβλ]].</b> [[ληιτουργώ]] > [[λειτουργώ]])]. | |mltxt=η (ΑΜ [[μνεία]], Α αιολ. τ. μνᾶ)<br /><b>1.</b> [[αναφορά]], [[υπόμνηση]], [[υπενθύμιση]] (α. «σε κανένα [[χωρίο]] δεν υπάρχει σχετική [[μνεία]]» β. «ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῡ πρὸς ἐμὲ [[ὑπὲρ]] τοῡ νεανίσκου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μνεία]](ν) ποιοῡμαι τινος» ή «[[κάνω]] [[μνεία]]» — [[υπενθυμίζω]], [[μιλώ]] για [[κάτι]] ή για κάποιον («ἀναγκάζει... μνείαν ποιεῑσθαι τῆς τῶν ἀφροδισίων [[χάριτος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εύφημος]] [[μνεία]]» — τιμητική [[διάκριση]]<br />που απονέμεται σύμφωνα με τους κανονισμούς αρχής, σωματείου, συλλόγου κ.λπ. για ορισμένες ενέργειας ή για την επιστημονική, κοινωνική κ.ά. [[προσφορά]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άγιο) [[νηστεία]]<br /><b>2.</b> [[μνήμη]], [[ανάμνηση]] («βίου δὲ τοῡ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για αγίους) [[μνημόνευση]]<br /><b>4.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Μνεῑαι</i><br />οι Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνεία]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μνη</i>-<i>ιᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾱιᾱ</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνᾱ</i>- του [[μνάομαι]] / <i>μνῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λεία]], [[χρεία]]) με [[βράχυνση]] της μακρόφωνου διφθόγγου (<b>[[πρβλ]].</b> [[ληιτουργώ]] > [[λειτουργώ]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μνεία:''' ἡ, ([[μνάομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> = [[μνήμη]], [[ανάμνηση]], [[ενθύμηση]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αναφορά]], <i>μνείαν ποιεῖσθαί τινος</i> ή [[περί]] τινος, σε Πλάτ., Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = μνήμη, remembrance, βίου δὲ τοῦ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις S.El.392, cf. E.Ph.464, Pl.Lg.798b; κατά γε τὴν ἐμὴν μ. dub. in Ael. VH6.1; μνείας χάριν, freq. in late epitaphs, IG3.3112, al. II mention, περί τινος μνείαν ποιεῖσθαι And.1.100, cf. Aeschin.1.160; περί τινος πρός τινα Pl.Prt.317e; τὴν μνείαν περί τινος ἀποδιδόναι Arist.PA58b13; ὅ τι καὶ μνείας ἄξιον Id.Pol.1274b17; μ. τινῶν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῶν προσευχῶν Ep.Rom.1.2, al., cf. Epigr.Gr.983.3 (i B. C.); reminder, τινος Pl.Phdr.254a; commemoration, αἱ μ. τῶν ἁγίων v. l. in Ep.Rom.12.13.
German (Pape)
[Seite 194] ἡ, Erinnerung, Gedächtniß; βίου δὲ τοῦ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις; Soph. El. 384, = μέμνησαι; so auch Eur. Phoen. 467 Bacch. 46, wie in Prosa, Isocr. 5, 37 Plat. Menex. 244 a Dem. 59, 71 u. Sp.; μνείαν ποιεῖσθαι περί τινος, erwähnen, Andoc. 1, 100, wie Plat. Prot. 317 e, u. τινός, Phaedr. 254 a; κατά γε τὴν ἐμὴν μνείαν, so weit ich mich erinnere, Ael. V. H. 6, 1. – Nach Plut. Symp. 9, 14, 1 sollen auch die Musen μνεῖαι genannt worden sein.
Greek (Liddell-Scott)
μνεία: ἡ, = μνήμη, ἀνάμνησις, ἐνθύμησις, βίου δὲ τοῦ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις Σοφ. Ἠλ. 392· οὕτως ἐν Εὐρ. Φοιν. 464, Πλάτ. Νόμ. 798Β· κατά γε τὴν ἐμὴν μνείαν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1· μνείας χάριν, συχν. ἐν μεταγεν. ἐπιτυμβίοις. ΙΙ. ἀνάμνησις, ὑπόμνησις· μνείαν ποιεῖσθαι περί τινος Ἀνδοκ. 13. 27, Αἰσχίν. 23. 5· τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α· περί τινος πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 317Ε· τὴν μνείαν περί τινος ἀποδιδόναι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 7· ὅ τι καὶ μνείας ἄξιον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 12, 13.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 souvenir : μνείαν ἔχειν τινός SOPH avoir souvenir de qch ; κατά γε τὴν μνείαν ἐμήν ÉL selon mon souvenir;
2 mention : μνείαν ποιεῖσθαι περί τινος ESCHN faire mention de qqn ou de qch.
Étymologie: μνάομαι.
English (Strong)
from μνάομαι or μιμνήσκω; recollection; by implication, recital: mention, remembrance.
English (Thayer)
μνειας, ἡ (μιμνήσκω), remembrance, memory, mention: ἐπί πάσῃ τῇ μνεία ὑμῶν, as often as I remember you (literally, 'on all my remembrance' etc. cf. Winer's Grammar, § 18,4), ποιεῖσθαι μνείαν τίνος, to make mention of one, Plato, Phaedr., p. 254a.; (Diogenes Laërtius 8. 2,66; the Sept. ἔχειν μνείαν τίνος, to be mindful of one, Sophocles, Aristophanes, Euripides, others); ἀδιάλειπτον ἔχειν τήν περί τίνος μνείαν, 2 Timothy 1:3.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μνεία, Α αιολ. τ. μνᾶ)
1. αναφορά, υπόμνηση, υπενθύμιση (α. «σε κανένα χωρίο δεν υπάρχει σχετική μνεία» β. «ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῡ πρὸς ἐμὲ ὑπὲρ τοῡ νεανίσκου», Πλάτ.)
2. φρ. «μνεία(ν) ποιοῡμαι τινος» ή «κάνω μνεία» — υπενθυμίζω, μιλώ για κάτι ή για κάποιον («ἀναγκάζει... μνείαν ποιεῑσθαι τῆς τῶν ἀφροδισίων χάριτος», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «εύφημος μνεία» — τιμητική διάκριση
που απονέμεται σύμφωνα με τους κανονισμούς αρχής, σωματείου, συλλόγου κ.λπ. για ορισμένες ενέργειας ή για την επιστημονική, κοινωνική κ.ά. προσφορά κάποιου
αρχ.
1. (για άγιο) νηστεία
2. μνήμη, ανάμνηση («βίου δὲ τοῡ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις», Σοφ.)
3. (για αγίους) μνημόνευση
4. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Μνεῑαι
οι Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνεία (< μνη-ιᾱ < μνᾱιᾱ) < θ. μνᾱ- του μνάομαι / μνῶμαι + κατάλ. -ία (πρβλ. λεία, χρεία) με βράχυνση της μακρόφωνου διφθόγγου (πρβλ. ληιτουργώ > λειτουργώ)].
Greek Monotonic
μνεία: ἡ, (μνάομαι),·
I. = μνήμη, ανάμνηση, ενθύμηση, σε Σοφ., Ευρ.
II. αναφορά, μνείαν ποιεῖσθαί τινος ή περί τινος, σε Πλάτ., Αισχίν.