Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγκαινίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαινίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανανεώνω]], [[εγκαινιάζω]] — Παθ., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐγκαινίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανανεώνω]], [[εγκαινιάζω]] — Παθ., σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαινίζω:''' <b class="num">1)</b> заново прокладывать или открывать (ὁδόν NT);<br /><b class="num">2)</b> впервые (заново) вводить, освящать (ἡ [[διαθήκη]] ἐγκεκαίνισται NT).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαινίζω Medium diacritics: ἐγκαινίζω Low diacritics: εγκαινίζω Capitals: ΕΓΚΑΙΝΙΖΩ
Transliteration A: enkainízō Transliteration B: enkainizō Transliteration C: egkainizo Beta Code: e)gkaini/zw

English (LSJ)

   A restore, τεῖχος LXX Is.16.11; βασιλείαν 1 Ki.11.14; make afresh ὁδόν Ep.Hebr.10.20; consecrate, inaugurate, οἶκον Κυρίου LXX 3 Ki.8.63:—Pass., Ep.Hebr.9.18, IG12(5).712.58 (Syros); χύτρα -ισμένα Archig. ap. Orib. 8.46.4.    II innovate, prob. in PPar.16.24 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 704] erneuern, einweihen, LXX., N. T.; ἄγαλμα ἐγκαινίσαι τῷ θεῷ Poll. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαινίζω: ἀνανεώνω, Εὐστ. Πονημάτ. 277. 84. ΙΙ. ἀφιερώνω, καθιερώνω, Ἑβδ. (Βασιλ. Α, ια΄, 14, κ. ἀλλ.). - Παθ., Ἐπιστ. π. Ἑβρ. θ΄, 18· προσέτι ἐγκαινιάζομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 8660.

French (Bailly abrégé)

1 faire nouvellement;
2 restaurer;
3 renouveler ; consacrer, inaugurer.
Étymologie: ἐν, καινός.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. 3a sg. ἐγκαινιεῖ LXX De.20.5, ἐγκαινίσει Chrys.M.55.586]
I 1renovar καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX Ps.50.12
reinstaurar βασιλείαν LXX 1Re.11.14
restaurar τεῖχος LXX Is.16.11.
2 inaugurar, estrenar τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ οἰκοδομήσας οἰκίαν καινὴν καὶ οὐκ ἐνεκαίνισεν αὐτήν; LXX De.20.5, en v. pas. χύτρα ἐγκεκαινισμένη Androm. en Gal.13.22, Archig. en Orib.8.46.16
fig. establecer, abrir (εἴσοδος) ἣν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν (ὁ Ἰησοῦς) Ep.Hebr.10.20, cf. 9.18, Cyr.Al.Pulch.40.
II en relig. jud.- crist.
1 dedicar, renovar, consagrar cultos, objetos o construcciones καθαρίσαι τὰ ἅγια καὶ ἐγκαινίσαι LXX 1Ma.4.36, fig. ἐγκαινίσας αὐτῷ οἶκον ἐν ἑαυτῷ Origenes Or.24.4, en v. pas. ἐγκενήσθη (sic) τὸ σεπτὸν εὐκτήριον τοῦ ... μάρτυρος Οὐάρου IGChOcc.403 (Campania, biz.), cf. IG 12(5).712.58.1 (Siros, crist.), fig. σταυρέ, ὁ ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ ἐγκαινισθείς A.Pass.Andr.10, οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλως ἐγκαινισθῆναι τὸν οἶκον ἡμῶν (e.e. τὴν ψυχήν) Gr.Nyss.Pss.88.12.
2 [[celebrar los ἐγκαίνια o fiestas de la Renovación]] del Templo entre los judíos ἐν τοσαύταις δὲ (ἡμέραις) ὁ ναὸς ἐγκαινιζόμενος Gr.Naz.M.36.433C
entre los cristianos, de la Resurrección ἐγκαινίζων τὴν ἐμαυτοῦ σωτηρίαν Gr.Naz.M.36.612B, ἐγκαίνισον τὴν ἀνάστασιν Gr.Naz.M.36.657A.
3 en v. med. renovarse ἐγκαινίζεσθε πρός με, νῆσοι LXX Is.45.16, ἐγκαινίζεσθε, καὶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀπορρίψαντες, ἐν καινότητι ζωῆς πολιτεύεσθε Gr.Naz.M.36.613A, οὕτως ἐγκαινίζεται ἄνθρωπος Gr.Naz.M.36.616C.

English (Strong)

from ἐγκαίνια; to renew, i.e. inaugurate: consecrate, dedicate.

English (Thayer)

(ἐγκακέω) ἐγκάκω (see below); 1st aorist ἐνεκάκησα; (κακός); (properly, to behave badly in; hence) to be weary in anything, or to lose courage, flag, faint: adopted by L T Tr WH in place of R G ἐκκακέω (which see) in T WH write ἐνκακέω in WH in ἐν, III:3; (cf. Tdf.'s note on ἐκκακέω may have been a colloquial form. See the full exhibition of the usage of the manuscripts given by Dr. Gregory in his Proleg. to Tdf. edition 8, p. 78.) (Found a few times in Symm. (Theod.); Clement of Rome, 2 Corinthians 2,2 [ET]; in secular writings only in Polybius 4,19, 10 τό πέμπειν τάς βοηθείας ἐνεκακησαν they culpably neglected to send aid (add Philo de confus. lingg. § 13 (Mang. i., 412,36) οὐκ ἐκκακουμενος; ἐκναμφθην.)

Greek Monolingual

ἐγκαινίζω (AM)
1. καθιερώνω, εγκαθιδρύω
2. ανανεώνω, καινοτομώ
3. επιβάλλω ποινή·

Greek Monotonic

ἐγκαινίζω: μέλ. -σω, ανανεώνω, εγκαινιάζω — Παθ., σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαινίζω: 1) заново прокладывать или открывать (ὁδόν NT);
2) впервые (заново) вводить, освящать (ἡ διαθήκη ἐγκεκαίνισται NT).