Φοινίκη: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(6)
(4b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Φοινίκη:''' [ῑ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> η [[χώρα]] των Φοινίκων, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· πρβλ. [[Φοῖνιξ]].<br /><b class="num">II.</b> [[αποικία]] στην Καρχηδόνα, σε Ευρ.
|lsmtext='''Φοινίκη:''' [ῑ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> η [[χώρα]] των Φοινίκων, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· πρβλ. [[Φοῖνιξ]].<br /><b class="num">II.</b> [[αποικία]] στην Καρχηδόνα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Φοινίκη:''' дор. [[Φοινίκα|Φοινίκᾱ]] (νῑ) ἡ Финикия<br /><b class="num">1)</b> страна на вост. побережье Средиземного моря Hom., HH, Xen., Theocr., etc.;<br /><b class="num">2)</b> область Карфагена Eur. etc.
}}
}}

Revision as of 12:16, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Φοινίκη: [ῑ], ἡ, ἡ χώρα τῶν Φοινίκων, Ὀδ. Δ. 83, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· πρβλ. Φοῖνιξ. ΙΙ. Φοινίκας ἀντήρη χώραν, τὴν ἐν Καρχηδόνι ἀποικίαν τῶν Φοινίκων, Εὐρ. Τρῳ. 221.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
la Phénicie.
Étymologie: Φοῖνιξ.

English (Strong)

from φοῖνιξ; palm-country; Phœnice (or Phœnicia), a region of Palestine: Phenice, Phenicia.

English (Thayer)

Φοινίκης, ἡ, Phoenice or Phoenicia, in the apostolic age a tract of the province of Syria, situated on the coast of the Mediterranean between the river Eleutherus and the promontory of Carmel, some thirty miles long and two or three broad (but see BB. DD., under the word): Acts 21:2.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
προσωνυμία της θεάς Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα», πιθ. λόγω του ότι στον ναό όπου λατρευόταν η θεά υπήρχε άγαλμά της βαμμένο κόκκινο].———————— (II)
η, ΝΑ
(στην αρχαιότητα)
1. χώρα της Ασίας την οποία, από τον 3ο π.Χ. αιώνα, κατοικούσαν οι Χαναναίοι και οι Σημίτες και η οποία αποτελούσε μια στενή διάβαση μεταξύ της θάλασσας και της ερήμου της Συρίας, γεγονός που συνετέλεσε στο να αναδειχθεί σε πλούσιο εμπορικό σταυροδρόμι
2. (κατά τον Πλίνιο) παλαιότερη ονομασία της νήσου Ίου, που εμφανίζεται σε νομίσματα και η οποία οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι εκεί υπήρχαν φοίνικες αφιερωμένοι στον θεό Απόλλωνα
3. αρχαία πρωτεύουσα της ηπειρωτικής Χαονίας που άκμασε μετά την πτώση του βασιλείου της Ηπείρου το 233 π.Χ., έλαβε μέρος σε όλους τους μακεδονικούς πολέμους εναντίον της Ρώμης για να καταστραφεί τελικά από τους Ρωμαίους μετά τη μάχη της Πύδνας
4. η Καρχηδόνα, η μεγαλύτερη φοινικική αποικία
αρχ.
αστρον. ο αστερισμός της Μικρής Αρκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. διαφόρων περιοχών σχηματισμένη από το όν. Φοῖνιξ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και ως ονομασία της Μικρής Άρκτου, λόγω του ότι με τον αστερισμό αυτόν προσανατολίζονταν οι Φοίνικες τη νύχτα, και με τη σημ. αυτή η λ. Φοινίκη έχει προέλθει με απλολογία από το θηλ. του επιθ. φοινικικός. Ανάλογη απλολογία παρατηρείται στον τ. φοινικός, από όπου ο τ. Punicus (< Poenicus), που δανείστηκε η Λατινική].

Greek Monotonic

Φοινίκη: [ῑ], ἡ,
I. η χώρα των Φοινίκων, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· πρβλ. Φοῖνιξ.
II. αποικία στην Καρχηδόνα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Φοινίκη: дор. Φοινίκᾱ (νῑ) ἡ Финикия
1) страна на вост. побережье Средиземного моря Hom., HH, Xen., Theocr., etc.;
2) область Карфагена Eur. etc.