κνέφας: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(3)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κνέφᾰς:''' αος или ους, Polyb. ατος τό тьма, мрак: [[δύῃ]] τ᾽ [[ἠέλιος]] καὶ ἐπὶ κ. ἱερὸν ἔλθῃ Hom. (пока не) зайдет солнце, и (не) настанет глубокая тьма; [[δυσήλιον]] κ. Aesch. непроглядный мрак; τὸ κατὰ γῆς κ. Eur. подземный мрак; [[ἅμα]] κνέφᾳ Xen. и κνέφατος γενομένου Polyb. с наступлением сумерек или перед рассветом; πρῲ [[πάνυ]] τοῦ κνέφους Arph. когда еще не рассвело.
|elrutext='''κνέφᾰς:''' αος или ους, Polyb. ατος τό тьма, мрак: [[δύῃ]] τ᾽ [[ἠέλιος]] καὶ ἐπὶ κ. ἱερὸν ἔλθῃ Hom. (пока не) зайдет солнце, и (не) настанет глубокая тьма; [[δυσήλιον]] κ. Aesch. непроглядный мрак; τὸ κατὰ γῆς κ. Eur. подземный мрак; [[ἅμα]] κνέφᾳ Xen. и κνέφατος γενομένου Polyb. с наступлением сумерек или перед рассветом; πρῲ [[πάνυ]] τοῦ κνέφους Arph. когда еще не рассвело.
}}
{{elnl
|elnltext=κνέφας -ους, zonder contr. - αος, τό [~ νέφος?] ep. gen. κνέφαος, later κνέφατος, dat. κνέφᾳ en κνέφει, duisternis, avondschemering, ochtendschemering:. ἅμα κνέφᾳ bij dageraad Xen. Cyr. 4.2.15.
}}
}}

Revision as of 12:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνέφᾰς Medium diacritics: κνέφας Low diacritics: κνέφας Capitals: ΚΝΕΦΑΣ
Transliteration A: knéphas Transliteration B: knephas Transliteration C: knefas Beta Code: kne/fas

English (LSJ)

τό, Att. gen.

   A κνέφους Ar.Ec.290, Com.Adesp.35, later κνέφατος Plb.8.26.10; dat. κνέφᾳ X.HG7.1.15, κνέφεϊ AP7.633 (Crin.), as if from κνέφος, cited by Hsch., Suid., Phot.: (cf. δνόφος):—darkness, Hom. (only in nom. and acc.), of the evening dusk, twilight, εἰς ὅ κε . . δύῃ τ' ἠέλιος καὶ ἐπὶ κ. ἱερὸν ἔλθῃ Il.11.194, 209: later, generally, darkness, δυσάλιον κ. A.Eu.396 (lyr.); νυκτός Id.Pers.357, cf. E.Ba.510, etc.; τὸ κατὰ γᾶς κ. Id.Hipp.836 (lyr.): metaph., τοῖον ἐπὶ κ. ἀνδρὶ μύσος πεπόταται A.Eu.378 (lyr.).    2 morning twilight, πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους Ar.Ec.290; ἅμα κνέφᾳ at dawn, X.l.c., Cyr.4.2.15.

German (Pape)

[Seite 1459] αος, τό, att. auch gen. κνέφους, Ar. Eccl. 396, Sp. κνέφατος, Pol. 8, 28, 10; dat. κνέφαϊ, att. κνέφᾳ, Xen. Hell. 7, 1, 15, κνέφεϊ Crinag. 38 (v II, 733); vgl. δνόφος, νέφος, die Alten falsch von κενὸς φάους, Plut. pr. trig. 9; – Finsterniß, Dunkelheit, bes. die zunächst nach Sonnenuntergang eintretende, die Abenddämmerung, oft; ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν Il. 1, 475, vgl. 11, 194; εἰ μελαίνης νυκτὸς ἵξεται κνέφας Aesch. Pers. 349; δυσήλιον Eum. 374; σκότιον, νύχιον, Eur. Bacch. 510 Troad. 543; auch τὸ κατὰ γῆς, Hipp. 836; ἀμ φὶ κνέφας Xen. An. 4, 2, 9; – auch von der Morgendämmerung, πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους Ar. Eccl. 290, ἅμα κνέφᾳ Xen. Hell. 7, 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κνέφας: γνόφος, δνόφος φαίνονται ὄντες τύποι διάφοροι μόνον κατὰ διάλεκτον ἢ προφοράν, Βουττμ. Λεξιλ., ἴδε κελαινὸς 9, Curt. Gr. Et. σελ. 657 κἑξ.)

French (Bailly abrégé)

κνέφους (τό) :
dat. κνέφαϊ, par contr. κνέφᾳ;
1 crépuscule du soir;
2 crépuscule du matin;
3 en gén. obscurité.
Étymologie: Deux thèmes : th. κνεφατ-, > dat. κνέφαϊ, par contr. κνέφᾳ ; th. κνεφε-, > gén. κνέφεος-ους.

English (Autenrieth)

(cf. γνόφος, δνόφος): darkness, dusk, of the first part of the night.

Greek Monolingual

κνέφας, -ους και -ατος, τὸ (Α)
1. σκότος, σκοτάδι
2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ' ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kwsep «σκοτεινός». Στην ίδια ρίζα ίσως ανάγονται και τα δνόφος / γνόφος, ζόφος, ψέφας. Οι φωνητικές διαφορές τους αποδίδονται σε γλωσσικό ταμπού και όλα συνδέονται με το αρχ. ινδ. ksap «νύχτα». Στην περίπτωση των κνέφας, δνόφος / γνόφος δεν αποκλείεται συμφυρμός της εν λόγω ρίζας με το νέφος. Κατ' άλλη άποψη, το κνέφας συνδέεται με το λατ. creper «σούρουπο».
ΠΑΡ. αρχ. κνεφάζω, κνεφαίος, κνεφώδης].

Greek Monotonic

κνέφᾰς: τό, δοτ. κνέφᾳ, αλλά επίσης γεν. κνέφους· δοτ. κνέφεϊ (όπως αν προερχόταν από το κνέφος
1. σκοτεινιά, απογευματινό σκοτείνιασμα, σουρούπωμα, λυκόφως, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· επίσης, τὸ κατὰ γῆς κν., σε Ευρ..
2. έπειτα, το πρωινό ξημέρωμα ή λυκαυγές, Λατ. diluculum, κνέφᾳ, το πρωί, τα χαράματα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κνέφᾰς: αος или ους, Polyb. ατος τό тьма, мрак: δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κ. ἱερὸν ἔλθῃ Hom. (пока не) зайдет солнце, и (не) настанет глубокая тьма; δυσήλιον κ. Aesch. непроглядный мрак; τὸ κατὰ γῆς κ. Eur. подземный мрак; ἅμα κνέφᾳ Xen. и κνέφατος γενομένου Polyb. с наступлением сумерек или перед рассветом; πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους Arph. когда еще не рассвело.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνέφας -ους, zonder contr. - αος, τό [~ νέφος?] ep. gen. κνέφαος, later κνέφατος, dat. κνέφᾳ en κνέφει, duisternis, avondschemering, ochtendschemering:. ἅμα κνέφᾳ bij dageraad Xen. Cyr. 4.2.15.