ἀποπέμπω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[στέλνω]] [[μακριά]], [[αποστέλλω]], αποδιώχνω, [[απολύω]], [[απαλλάσσω]] από [[υπηρεσία]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., [[στέλνω]] [[μακριά]] από εμένα, σε Ηρόδ.· [[ἀποπέμπω]] τὴν γυναῖκα, [[χωρίζω]] τη [[γυναίκα]] μου, στον ίδ.· [[ἀποπέμπω]] [[ὕδωρ]], απαλλάσσομαι από το [[νερό]], το [[απομακρύνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στέλνω]] [[πίσω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποστέλλω]], [[στέλνω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀποπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[στέλνω]] [[μακριά]], [[αποστέλλω]], αποδιώχνω, [[απολύω]], [[απαλλάσσω]] από [[υπηρεσία]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., [[στέλνω]] [[μακριά]] από εμένα, σε Ηρόδ.· [[ἀποπέμπω]] τὴν γυναῖκα, [[χωρίζω]] τη [[γυναίκα]] μου, στον ίδ.· [[ἀποπέμπω]] [[ὕδωρ]], απαλλάσσομαι από το [[νερό]], το [[απομακρύνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στέλνω]] [[πίσω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποστέλλω]], [[στέλνω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποπέμπω:''' (эп. fut. ἀππέμψω) преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> отсылать, отправлять (τινά Hom.; [[δῶρον]] [[ἐξοπίσω]] Hes.; ἀναθήματα ἐς Δελφούς Her.; ἀπόρρητα ἐξ Αἰγίνης Arph.; τὰς [[ναῦς]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> отпускать (τινὰ στενάχοντα Hom.; τινὰς ἀσινέας Her.; τοὺς πρέσβεις Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> отсылать прочь, прогонять ([[ἔννυχον]] ὄψιν Eur.; [[ἀκλεῶς]] τινα Plut.): ἀ. и ἀποπέμπεσθαι (γυναῖκα или γαμέτην) Her., Dem., Men., Plut.; разводиться с женой;<br /><b class="num">4)</b> передавать, вручать (δῶρα, ἅ τις ἔδωκεν Hom.);<br /><b class="num">5)</b> отдавать обратно, возвращать (τὸ [[ὕδωρ]] τοῦ Νείλου Her.; τὴν ἐξικμασμένην τροφήν Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A send off or away, dispatch, dismiss, Il.21.452, Od.24.312, al.; τῷ κε τάχα στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι 23.23; ἐπί τι, ἔς τι, for a purpose, Hdt.1.38,47; ἀ. τοὺς πρέσβεις dismiss them, Th.5.42, cf. Ar.Nu.1244; ἀ. ἀσινέας Hdt.7.146:—Med., send away from oneself, τὸν παῖδα ἐξ ὀφθαλμῶν ἀ. Id.1.120; ἀ. τὴν γυναῖκα put away, divorce her, Id.6.63(so in Act., D.59.52, Men.994); ἀ. τὰς ναῦς ὁμολογίᾳ get rid of .., Th.3.4; ἀ. ἡδονήν get rid of it, Arist.EN1109b11; send from home, A.Pers.137. II of things, send back, Od. 17.76; ἀ. ἐξοπίσω Hes.Op.87. 2 send off, dispatch, ἀναθήματα ἐς Δελφούς Hdt.1.51; export, τἀπόρρητα Ar.Ra.362:—so in Med., X. Vect.1.7. 3 Med., get rid of, τὸ ὕδωρ Hdt.2.25. 4 emit, discharge, Pl.Ti.33c. 5 Med., avert by sacrifice, etc., ἔννυχον ὄψιν E.Hec.72 (lyr.), cf. Orph.H.39.9; banish, exorcise disease, αἶγας ἐς ἀγριάδας τὴν ἀποπεμπόμεθα Call.Aet.3.1.13.
German (Pape)
[Seite 318] Hom. Od. 15, 83 ἀππέμψει, 1) wegschicken, entlassen, Hom. oft; freundlich, unter Geleit entlassen, einen Schützling, Od. 10, 73; ἐνδυκέως 10, 65; αἰδοίως 19, 243; πρόφρασσα ἀποπέμψω 5, 161; verstoßen, unfreundlich ausweisen, 10, 76; στυγερῶς μιν ἀπέπεμψα νέεσθαι 23, 23; ἀπὸ μητέρα πέμψω 2, 133, μητέρα ἀπόπεμψον 2, 113; von Sachen, συῶν τὸν ἄριστον 14. 108; δῶρα 17, 76; – nach einem entfernten Orte hinschicken, ἀναθήματα εἰς Δελφούς Her. 1, 14. 51, u. öfter; εἰς μακάρων νήσους Plat. Conv. 179 e; εἰς πόλιν Rep. III, 398 a, u. öfter, wie Folgde; δεῦρο Pind. Ol. 8, 50. – 2) zurückschicken, ἐξοπίσω Hes. O. 87; Her. 7, 146; Plat. Ep. II, 314 e; Xen. Cyr. 3, 1, 42. – Med., von sich schicken, von sich entfernen, Aesch. Pers. 135; Her. 1, 33. 120; Thuc. 3, 4; Xen. Hell. 1, 1, 28 u. öfter; γυναῖκα, sich von der Frau scheiden, Her. 6, 63; verabscheuen u. durch Opfer von sich abwenden, Eur. Hec. 72; τὴν ἡδονήν Arist. Eth. 2, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπέμπω: μέλλ. -ψω, ἀποστέλλω, πέμπω μακράν, ἀπολύω, ἀποδιώκω, Ἰλ. Φ. 452, Ὀδ. Ω. 312, κ. ἀλλ.· τῷ κε τάχα στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι Ψ. 23· ἐπί τι, εἴς τι, ἐπί τινα σκοπόν, Ἡρόδ. 1. 38, 41· ἀπ. τοὺς πρέσβεις, ἀπολύω αὐτούς, Θουκ. 5. 42, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1244· ἀπ’ ἀσινέας Ἡρόδ. 7. 146: - Μέσ., στέλλω μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, τὸν παῖδα ἐξ ὀφθαλμῶν ἀπ. Ἡρόδ. 1. 120· ἀπ. τὴν γυναῖκα, ἀποπέμπω, τὴν χωρίζω, (ἐπὶ τῆς γυναικὸς εἶναι ἐν χρήσει τὸ ῥῆμα ἀπολείπω), 6. 63· (οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Δημ. 1362, 25, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 427)· ἀπ. τὰς ναῦς, πέμπω αὐτὰς μακράν, Θουκ. 3. 4· ἀπ. ἠδονήν, ἀπομακρύνω, ἀπαλλάττομαι αὐτῆς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 6· ἀποστέλλω μακρὰν τῆς πατρίδος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 137 (ἔνθα ὁ Δινδ. ἔχει προπεμψαμένα). ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, στέλλω ὀπίσω, Ὀδ. Ρ. 76· ἀπ. ἐξοπίσω Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 87. 2) ἀποστέλλω, στέλλω, ἀναθήματα ἐς Δελφοὺς Ἡρόδ. 1. 51· ἐξάγω εἰς φῶς, δημοσιεύω, τἀπόρρητα Ἀριστοφ. Βάτρ. 362· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., Ξεν. Πόρ. 1. 7. 3) ἀπαλλάττομαί τινος, τὸ ὕδωρ Ἡρόδ. 2. 25. 4) ἐκπέμπω, ἐκβάλλω, Πλάτ. Τίμ. 33G. 5) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀποτρέπω διὰ θυσιῶν, κτλ. ὡς τὸ ἀποδιοπομπέομαι, Εὐρ. Ἑκ. 72, πρβλ. Ὀρφ. Ὕμν. 38. 9.
French (Bailly abrégé)
1 envoyer : ἀναθήματα ἐς Δελφούς HDT envoyer des offrandes à Delphes;
2 renvoyer, congédier;
3 remettre à qqn (les présents d’un autre);
Moy. ἀποπέμπομαι;
1 renvoyer, éloigner;
2 repousser comme une chose abominable.
Étymologie: ἀπό, πέμπω.
English (Autenrieth)
inf. -έμεν, fut. ἀποπέμψω, aor. ἀπέπεμψα, subj. ἀποπέμψω, imp. ἀπόπεμψον: send away or off, dismiss, send away with escort; ὥς τοι δῶρ' ἀποπέμψω, Od. 17.76; ἀπειλήσᾶς δ ἀπέπεμπεν, Il. 21.452; ξείνους αἰδοίους ἀποπεμπέμεν ἠδὲ δέχεσθαι, Od. 19.316.
English (Slater)
ἀποπέμπω
1 bring back ἅρμα θοὸν τάνυεν, ἀποπέμπων Αἰακὸν δεῦρ' ἀν ἵπποις χρυσέαις (O. 8.50)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀππέμπω Od.15.83, Sapph.27.10
I c. compl. de pers.
1 a)c. adv. u otras formas c. connotaciones positivas dejar marchar, despedir c. las consideraciones debidas a la familia o a los huéspedes ἀδελφεὸν εὖ ἐπιτείλας Il.10.72, cf. Od.24.285, αἰδοίως Od.19.243, cf. 15.83, πολίτας καὶ ξένους ὑποδεζασθαί τε καὶ ἀποπέμψαι ... ἀξίως ἀνδρὸς ἀγαθοῦ Pl.Men.91a, χαίρων Od.24.312, cf. 11.339, 19.412, Pl.R.398a, D.48.3, μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας Od.15.53, c. adj. pred., esp. ref. a pers. que se presentan c. misiones concretas ἀποπέμπειν ... ἀσινέας Hdt.7.146, Ὀρφέα ... ἀτελῆ ἀπέπεμψαν ἐξ ᾍδου Pl.Smp.179d, cf. Lg.845b, Isoc.15.219, Philostr.VS 512
•en v. med. despedirse de εὐνατῆρ' ἀποπεμψαμένα A.Pers.136, ἐπείτε δέ σφεας ἀπεπέμπετο cuando se despedía de ellos Hdt.3.50, ἠπίως Hdt.7.105;
b) c. precisiones de tipo neutro o sin ninguna dejar marchar, enviar ἐμὲ πρίν Od.14.334, 19.291, ὅττι τάχιστα Od.5.112, Sapph.27.10, cf. Ar.Lys.747, Αἰακὸν δεῦρ' ἀν' ἵπποις χρυσέαις Pi.O.8.50, (ἐμέ) ἁπλῶς εἰς ᾍδα τύμβῳ ICr.2.3.44.9 (Aptera IV d.C.), cf. Ar.Nu.1244, Pl.Smp.179e, Grg.526b
•sin ninguna precisión: Circe a Odiseo Od.5.161, cf. 146, τὸν Κύρον Hdt.1.122, τὸν σεωυτοῦ παῖδα Hdt.1.118.
2 a)c. precisiones o en cont. que indican connotación negativa despedir, despachar, echar δόμων βαρέα στενάχοντα Od.10.76, cf. 65, 73, αὐτοὺς ἀπράκτους Th.4.41, χαλεπῶς πρὸς τοὺς πρέσβεις ἀποκρινάμενοι ἀπέπεμψαν Th.5.42, cf. 1.26, ἀτίμως ταύτην (ψυχήν) Pl.Grg.525a, en v. pas. ἀπεπέμφθην ἀτιμότερον Pl.Ep.309b;
b) esp. ref. a pers. consideradas como subordinadas
•mandar irse, echar sirvientes, asalariados στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα Od.23.23, cf. Il.21.452, τὸν ἀκόλουθον Pl.Smp.217a, cf. Is.1.14, τοὺς παῖδας de criados, Men.Pc.477
•en v. med. despachar, echar de la presencia de uno ἀποπέμπεται ... δόξας ἀμαθέα εἶναι Hdt.1.33, ἐξ ὀφθαλμῶν Hdt.1.120, ἐμέ (habla Platón despedido por Dionisio) Pl.Ep.312a, πάντα ... οἰκέτην Porph.Plot.7.34;
c) esp. a las mujeres despedir, mandar irse μητέρα σήν Od.2.113, τὰς γυναῖκας ἀπέπεμψα en la muerte de Sócrates, Pl.Phd.117d, τὴν ἄνθρωπον Plu.2.26e
•a la esposa despedir, divorciarse de τὴν γυναῖκα D.59.52, Men.Fr.823, cf. Sext.Sent.236
•tb. en v. med., Hdt.6.63, τὴν ἑταίραν Plu.2.73b
•esp. en doc. de matrimonio y divorcio, ἀποπεμψάτω αὐτήν Mitteis Chr.284.13 (II a.C.), cf. PFay.22.22 (I d.C.), PRyl.154.25 (I d.C.)
•en v. med. ὁμολογῶ ... ἀποπέμπεσθαι αὐτήν PGrenf.2.76.8 (IV d.C.).
3 de colectivos y grupos de pers. (incluidas naves) expedir, enviar τοὺς ἀμφὶ Λεωνίδην πρώτους ἀπέπεμψαν Σπαρτιῆται Hdt.7.206, στράτευμα μέγα Hdt.2.161, κήρυκας Hdt.7.32, ἱππέας Th.1.62, πρέσβεις Th.5.46, Ar.Lys.1010, ναῦς Th.2.85, τὴν Πάραλον ναῦν Th.8.74
•tb. en v. med. τοὺς ... πρότερον ὄντας ἀπεπέμψατο εἰς τοὺς ἰδίους νόμους PFlor.6.12 (III d.C.)
•sólo c. prep. y ac. enviar a una misión μαντηῖα εἰς τὰ ἀπέπεμψε μαντευσόμενος los oráculos a los que había enviado a consultar Hdt.1.46, cf. 3.20, 7.239, ἀποπέμπει ἐπὶ τὰ σφέτερ' αὑτῶν envía (a sus hijos) a sus respectivas misiones Pl.Mx.249a.
II c. ac. de cosas y anim.
1 enviar, mandar συῶν τὸν ἄριστον Od.14.108, δῶρα Od.17.76, ἀναθήματα εἰς Δελφούς Hdt.1.14, cf. 51, Th.4.134, λείαν Th.3.96, χρήματα Pl.Ep.318c, χρυσίον Ar.Ach.113, κριθέων μέδιμνον Hippon.48.2, δεῖπνον Ar.Pl.596, ἀπαρχάς Isoc.4.31, κρέας Plu.2.38b
•de cartas y otras mercancías PSarap.86.4 (II d.C.), en v. pas. PGiss.21.12 (II d.C.)
•exportar τἀπόρρητα ... ἐξ Αἰγίνης Ar.Ra.362, en v. med. mismo sent. προσάγεταί τε ὧν δεῖται, καὶ ἀποπέμπεται ἃ βούλεται X.Vect.1.7.
2 c. adv. que lo precisen devolver, reenviar ἀποπέμπειν ἐξοπίσω Hes.Op.87, cf. Hdt.3.44, τὴν ... πρότερον ἐξικμασμένην (τροφήν) ἀποπέμψοι πάλιν Pl.Ti.33c.
3 despedir de sí, emitir, expeler πρὸς ἕκαστον εἶδος τὸ ὁμόφυλον Pl.Ti.81a, ὡς καὶ ζῶντας ἀποπέμπειν ἔσθ' ὅτε de modo que alguna vez ocurre que los devuelven vivos (a los peces que devoran) D.P.Au.2.6, en v. med. mismo sent. δοκέει δέ μοι οὐδὲ πᾶν τὸ ὕδωρ ... ἀποπέμπεσθαι ... ὁ ἥλιος me parece que el sol no expele toda el agua Hdt.2.25
•esp. apartar de sí, rechazar, alejar la flota enemiga, Th.3.4, αὐτὴν (ἡδονήν) ἀποπεμπόμενοι ἧττον ἁμαρτησόμεθα Arist.EN 1109b11, τὴν ἀξίωσιν Agath.4.9.9
•conjurar ἔννυχον ὄψιν E.Hec.72, χαλεπὴν ἀποπέμπεο μῆνιν Orph.H.39.9, αἶγας ἐς ἀγριάδας τὴν ἀποπεμπόμεθα de la enfermedad, Call.Fr.75.13, cf. en el prov. εἰς αἶγας ... ἀγρίας ἀποπέμπειν mandar a paseo Ath.83a (cf. I 2 a).
Greek Monolingual
(AM ἀποπέμπω) πέμπω
νεοελλ.
1. απομακρύνω, διώχνω
2. δίνω διαζύγιο, χωρίζω
αρχ.-μσν.
στέλνω πίσω
μσν.
1. εκσφενδονίζω, ρίχνω
2. (για προσευχή) αναπέμπτω, στέλνω
3. (για οσμή) αναδίνω
αρχ.
1. χωρίζω, απολύω, ξεφορτώνομαι
2. φέρνω στο φως, αποκαλύπτω
3. απαλλάσσομαι
4. (-ομαι) αποτρέπω με θυσίες, εξορκίζω.
Greek Monotonic
ἀποπέμπω: μέλ. -ψω·
I. στέλνω μακριά, αποστέλλω, αποδιώχνω, απολύω, απαλλάσσω από υπηρεσία, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., στέλνω μακριά από εμένα, σε Ηρόδ.· ἀποπέμπω τὴν γυναῖκα, χωρίζω τη γυναίκα μου, στον ίδ.· ἀποπέμπω ὕδωρ, απαλλάσσομαι από το νερό, το απομακρύνω, στον ίδ.
II. 1. στέλνω πίσω, σε Ομήρ. Οδ.
2. αποστέλλω, στέλνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπέμπω: (эп. fut. ἀππέμψω) преимущ. med.
1) отсылать, отправлять (τινά Hom.; δῶρον ἐξοπίσω Hes.; ἀναθήματα ἐς Δελφούς Her.; ἀπόρρητα ἐξ Αἰγίνης Arph.; τὰς ναῦς Thuc.);
2) отпускать (τινὰ στενάχοντα Hom.; τινὰς ἀσινέας Her.; τοὺς πρέσβεις Thuc.);
3) отсылать прочь, прогонять (ἔννυχον ὄψιν Eur.; ἀκλεῶς τινα Plut.): ἀ. и ἀποπέμπεσθαι (γυναῖκα или γαμέτην) Her., Dem., Men., Plut.; разводиться с женой;
4) передавать, вручать (δῶρα, ἅ τις ἔδωκεν Hom.);
5) отдавать обратно, возвращать (τὸ ὕδωρ τοῦ Νείλου Her.; τὴν ἐξικμασμένην τροφήν Plat.).