βαΰζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰΰζω:''' Δωρ. βαΰσδω, μόνο στον ενεστ.· [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], <i>βαὰβαά</i>, [[γαβγίζω]], σε Θεόκρ.· λέγεται για θυμωμένους ανθρώπους, [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]], σε Αισχύλ.· μτβ., [[θρηνώ]] ηχηρά, <i>τινά</i>, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''βᾰΰζω:''' Δωρ. βαΰσδω, μόνο στον ενεστ.· [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]], <i>βαὰβαά</i>, [[γαβγίζω]], σε Θεόκρ.· λέγεται για θυμωμένους ανθρώπους, [[βρίζω]], [[ουρλιάζω]], σε Αισχύλ.· μτβ., [[θρηνώ]] ηχηρά, <i>τινά</i>, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''βαΰζω:''' дор. [[βαΰσδω]]<br /><b class="num">1)</b> лаять, тявкать ([[κύων]] βαΰσδει Theocr.; β. τινά Heracl. ap. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ворчать, браниться Arph.: [[τάδε]] σῖγά τις βαΰζει Aesch. об этом идет глухой ропот.
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰΰζω Medium diacritics: βαΰζω Low diacritics: βαΰζω Capitals: ΒΑΫΖΩ
Transliteration A: baǘzō Transliteration B: bauzō Transliteration C: vayzo Beta Code: bau/+zw

English (LSJ)

(βαύζω disyll. Lyc.1453 is

   A f.l. for βάζω), Dor. βαΰσδω, onomatop. word, cry βαύ βαύ, bark, Theoc.6.10; of angry persons, snarl, yelp, παῦσαι βαΰζων Ar.Th.173, cf. 805; τάδε σῖγά τις βαΰζει thus they snarl in secret, A.Ag.449 (lyr.); οἷ' ἄττα β. Cratin.6.    II trans., shriek aloud for, τινά A.Pers.13; of dogs, bark at, τινά Heraclit.97 codd.

German (Pape)

[Seite 439] fut. βαΰξω (onomatopoetisch, bau bau rufen), 1) bellen, βαύξας (nicht βαΰξας) Sophron bei Tzetz. zu Lycophr. 77; βαΰσδω Theocr. 6, 10; Sp. Vgl. Schol. Il. 22, 69; τινά, anbellen, Plut. an seni. 12. – 2) schreien, schmähen, Ar. Th. 173, was 895 durch den Zusatz ψόγῳ βάλλειν erklärt wird; laut fordern, ἄνδρα βαΰζει Aesch. Pers. 13; beklagen, τάδε Ag. 437; Cratin. Ath. IV, 164 e.

Greek (Liddell-Scott)

βαΰζω: Δωρ. βαΰσδω, ὠνοματοπ. λέξις ὡς τὸ Λατ. baubor, κραυγάζω, βαά, βαά, ὑλακτῶ, γαυγύζω, Ἡράκλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 787C, Θεόκρ. 6. 10· ἐπὶ ὠργισμένων ἀνθρώπων, φωνάζω δυνατά, ὑβρίζω, «οὐρλιάζω», παῦσαι βαΰζων Ἀριστοφ. Θεσμ. 173, πρβλ. 895· τάδε σῖγά τις βαΰζει, κρυφίως ἀπειλεῖ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 449· οὕτως, οἷ’ ἄττα β. Κρατῖν. Ἀρχιλ. 3· βαύξας (δισύλλ.) Ἰαμβ. τρίμ. ἐν Τζέτζ Σχολ. εἰς Λυκ. 77. ΙΙ. μεταβ., ὀλοφύρομαι, θρηνῶ, τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 13 (ἔνθα ὁ Herm. μεταβάλλει οὕτως, ὥστε νὰ τὸ καταστήσῃ ἀμετάβατον). Πρβλ. δυσβάϋκτος.

French (Bailly abrégé)

1 aboyer;
2 grogner, gronder : β. τι ESCHL murmurer qch en grondant;
3 demander à grands cris τινα qqn.
Étymologie: βαύ.

Spanish (DGE)

(βᾰΰζω) • Alolema(s): βαύζω Lyc.1453; dór. βαΰσδω Theoc.6.10
1 ladrar Heraclit.B 97 (cód.), Theoc.l.c., Tz.ad Lyc.77.
2 de pers. gritar, aullar c. ac. int. νέον δ' ἄνδρα βαΰζει A.Pers.13, c. εἰς y ac. εἰς νάπας δασπλήτιδας βαύζω Lyc.l.c.
murmurar τάδε σῖγά τις βαΰζει A.A.449
gruñir παῦσαι βαΰζων Ar.Th.173, cf. 895, οἷ' ἄττα βαΰζει Cratin.6.

• Etimología: Formación de origen onomat. a partir de βαύ.

Greek Monolingual

και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω)
1. (για σκύλο) γαυγίζω
2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω
νεοελλ.
κλαίω σαν μικρό παιδί
αρχ.
1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω
2. απειλώ κεκαλυμμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που προήλθε από το ονοματοποιημένο βαυ βαυ, που μιμείται το γαύγισμα του σκύλου (πρβλ. λατ. baubor «γαυγίζω», λιθ. baūbti «μουγγρίζω»). Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν τα βαϋζω και υλακτώ ταυτίζονται σημασιολογικά, αν και το βαϋζω έχει περισσότερο τη σημασία «γρυλλίζω»].

Greek Monotonic

βᾰΰζω: Δωρ. βαΰσδω, μόνο στον ενεστ.· φωνάζω δυνατά, κραυγάζω, βαὰβαά, γαβγίζω, σε Θεόκρ.· λέγεται για θυμωμένους ανθρώπους, βρίζω, ουρλιάζω, σε Αισχύλ.· μτβ., θρηνώ ηχηρά, τινά, στον ίδ. (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

βαΰζω: дор. βαΰσδω
1) лаять, тявкать (κύων βαΰσδει Theocr.; β. τινά Heracl. ap. Plut.);
2) ворчать, браниться Arph.: τάδε σῖγά τις βαΰζει Aesch. об этом идет глухой ропот.