Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐφεδρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφεδρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἔφεδρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> επικάθομαι, στηρίζομαι πάνω σε, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ενεδρεύω]] ή [[παραμονεύω]], λέγεται για εχθρό που περιμένει να επιτεθεί, σε Θουκ.· <i>ἐφ. τινί</i>, [[επιτηρώ]], παραφυλάω, [[καιροφυλακτώ]], σε Ευρ.· γενικά, [[επιστατώ]], [[προφυλάσσω]], [[επιτηρώ]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[σταματώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐφεδρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἔφεδρος]]),·<br /><b class="num">I.</b> επικάθομαι, στηρίζομαι πάνω σε, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ενεδρεύω]] ή [[παραμονεύω]], λέγεται για εχθρό που περιμένει να επιτεθεί, σε Θουκ.· <i>ἐφ. τινί</i>, [[επιτηρώ]], παραφυλάω, [[καιροφυλακτώ]], σε Ευρ.· γενικά, [[επιστατώ]], [[προφυλάσσω]], [[επιτηρώ]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[σταματώ]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφεδρεύω:''' <b class="num">1)</b> сидеть, покоиться, находиться ([[ἄγγος]] ἐφεορεῦον τῷ κάρᾳ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (sc. ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς) сидеть на яйцах (τῶν χηνῶν θήλειαι ἐφεδρεύουσαι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> воен. залегать, лежать в засаде ([[ἐγγὺς]] ἐφεδρευόντων Ἀθηναίων Thuc.; τὴν φάλαγγα προστάξαι ἐ. Plut.);<br /><b class="num">4)</b> подстерегать, высматривать, (с нетерпением) выжидать (τοῖς καιροῖς τινος Dem.; τοῖς ἀτυχήμασί τινος Arst.; τοῖς καιροῖς Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> караулить, стеречь (τινί Eur.; τῇ νυκτί Plut.);<br /><b class="num">6)</b> наблюдать, присматривать (τῇ τοῦ σίτου [[κομιδῇ]] Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> (о готовом к состязанию борце) быть готовым выступить на смену, ждать своей очереди Luc.;<br /><b class="num">8)</b> воен. находиться в резерве Polyb., Plut.;<br /><b class="num">9)</b> останавливаться, делать привал Plut.
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφεδρεύω Medium diacritics: ἐφεδρεύω Low diacritics: εφεδρεύω Capitals: ΕΦΕΔΡΕΥΩ
Transliteration A: ephedreúō Transliteration B: ephedreuō Transliteration C: efedreyo Beta Code: e)fedreu/w

English (LSJ)

(ἔφεδρος)

   A sit upon, rest upon, ἄγγος ἐφεδρεῦον κάρᾳ E.El.55; sit on eggs, Arist.HA564a11.    2 occupy land, PStrassb.114.3.    II lie by or near, lie in wait, of an enemy watching for an opportunity of attack, Th.4.71, 8.92; ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν Isoc.8.137; ἐ. τινί keep watch over, as a prisoner, E.Or.1627: generally, watch for, τοῖς . . ἀγαθοῖς ἐφεδρεύων ἕτερος καθεδεῖται D.5.15; τοῖς καιροῖς τινος Id.8.42, cf. PBaden 39iii7 (ii A.D.), Him.Or.2.26; τοῖς ἀτυχήμασί [τινος] Arist.Pol.1269a38; τοῖς ἐσομένοις Hld.4.17: metaph., of disease, lie in wait, Hp.Ep.19 (Hermes 53.64); but, to be associated with other diseases, Id.Flat.6.    2 of a third combatant, draw a 'bye', Luc. Herm.40.    3 in war, form the reserve, Plb.18.32.2.    4 watch over, protect, τῇ τοῦ σίτου κομιδῇ Id.5.95.5.    III halt, Plu.Pyrrh.32, etc.

German (Pape)

[Seite 1113] darauf sitzen, stehen; τόδ' ἄγγος τῷδ' ἐφεδρεῦον κάρᾳ φέρουσα Eur. El. 55; von den Vögeln, auf den Eiern sitzen, Arist. H. A. 6, 8; – dabei sitzen, bes. von Heeren, im feindlichen Sinne, im Hinterhalt liegen, auflauern, ξιφήρης τῇδ' ἐφεδρεύεις κόρῃ Eur. Or. 1627, vgl. Rhes. 768; μὴ ἡ πόλις ἐγγὺς ἐφεδρευόντων Ἀθηναίων ἀπόληται Thuc. 4, 71; 8, 92; τοῖς ἀγαθοῖς Dem. 5, 15; τοῖς ἑαυτοῦ καιροῖς τὴν παρ' ὑμῶν ἐλευθερίαν ἐφεδρεύειν 8, 42; τοῖς ἀτυχήμασιν Arist. pol. 2, 9; τοῖς τόποις, καιροῖς u. ä., Pol. 18, 31, 4. 30, 7, 5 u. a. Sp. – Vom Wettkämpfer, als Stellvertreter eintreten, Luc. Hermot. 40; im Kriege die Reserve bilden, Pol. 18, 15, 2; Plut. Philopoem. 6. – Stehen bleiben, Halt machen, Plut. Phoc. 13 Pyrrh. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεδρεύω: (ἔφεδρος) ἐπικάθημαι, ἐπιστηρίζομαι, τόδ’ ἄγγος τῷδ’ ἐφεδρεῦον κάρᾳ Εὐρ. Ἠλ. 55· ἐπῳάζω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 8, 1. ΙΙ. ἐνεδρεύω, παραμονεύω, ἐπὶ ἐχθροῦ περιμένοντος εὐκαιρίαν ὅπως ἐπιπέσῃ Θουκ. 4. 71., 8. 92· ὅταν ἵδωσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν Ἰσοκρ. 186C· ἐφ. τινί, ἐπιτηρῶ, παραφυλάττω, οἷον τὸν δέσμιον ἢ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Ὀρ. 1627· καθόλου, παραφυλάττω, καιροφυλακῶ, τοῖς… ἀγαθοῖς ἐφεδρεύων Δημ. 61. 3· τοῖς καιροῖς τινος ὁ αὐτ. 100. 10., 135. 10· τοῖς ἀτυχήμασί τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 2. 3) ἐπὶ τρίτου ἀγωνιστοῦ (πρβλ. ἔφεδρος ΙΙ. 4), Λουκ. Ἑρμότ. 40. 3) ἐν πολέμῳ, ἀποτελῶ τὴν ἐφεδρείαν, Πολύβ. 18. 15, 2. 4) ἐπιτηρῶ, ἐπιστατῶ, προφυλάττω, τῇ τοῦ σίτου κομιδῇ ὁ αὐτ. 5. 95, 5. ΙΙΙ. σταματῶ, Πλουτ. Πύρρ. 32, κτλ.

French (Bailly abrégé)

I. 1 être assis sur, être posé sur, τινι;
2 s’asseoir sur, se poser sur ; faire halte;
II. être assis auprès, d’où
1 être établi ou s’établir en embuscade, observer, épier (l’occasion) τινι;
2 être réservé pour combattre le dernier en parl. d’athlètes.
Étymologie: ἐπί, ἑδρεύω.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφεδρεύω) έφεδρος
παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ.
β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. εδρεύω, κάθομαι, στηρίζομαι πάνω σε κάτιἄγχος ἐφεδρεῡον κάρᾳ», Ευρ.)
2. επωάζω
3. καταλύω, σταματώ σε κάποιον τόπο
4. καταλαμβάνω κάποιον τόπο
4. μτφ. (για ασθένειες) επαπειλώ, επικρέμαμαι
5. παραμένω ως εφεδρεία τών μαχόμενων τμημάτων του στρατού («ἀλλὰ τὰ μὲν ἐφεδρεύει τῶν μερῶν αὐτοῑς, τὰ δὲ συμμίσγει τοῑς πολεμίοις», Πολ.)
6. επιτηρώ, επιστατώ («Ἄρατος ἐφήδρευε τῇ τοῡ σίτου κομιδῇ», Πολ.)
7. (για αθλητή που ευνοήθηκε κατά την κλήρωση) περιμένω να αγωνιστώ με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων.

Greek Monotonic

ἐφεδρεύω: μέλ. -σω (ἔφεδρος),·
I. επικάθομαι, στηρίζομαι πάνω σε, σε Ευρ.
II. ενεδρεύω ή παραμονεύω, λέγεται για εχθρό που περιμένει να επιτεθεί, σε Θουκ.· ἐφ. τινί, επιτηρώ, παραφυλάω, καιροφυλακτώ, σε Ευρ.· γενικά, επιστατώ, προφυλάσσω, επιτηρώ, σε Δημ.
III. σταματώ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφεδρεύω: 1) сидеть, покоиться, находиться (ἄγγος ἐφεορεῦον τῷ κάρᾳ Eur.);
2) (sc. ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς) сидеть на яйцах (τῶν χηνῶν θήλειαι ἐφεδρεύουσαι Arst.);
3) воен. залегать, лежать в засаде (ἐγγὺς ἐφεδρευόντων Ἀθηναίων Thuc.; τὴν φάλαγγα προστάξαι ἐ. Plut.);
4) подстерегать, высматривать, (с нетерпением) выжидать (τοῖς καιροῖς τινος Dem.; τοῖς ἀτυχήμασί τινος Arst.; τοῖς καιροῖς Polyb.);
5) караулить, стеречь (τινί Eur.; τῇ νυκτί Plut.);
6) наблюдать, присматривать (τῇ τοῦ σίτου κομιδῇ Polyb.);
7) (о готовом к состязанию борце) быть готовым выступить на смену, ждать своей очереди Luc.;
8) воен. находиться в резерве Polyb., Plut.;
9) останавливаться, делать привал Plut.