κεάζω: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(2b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεάζω:''' [[κείω]] II] (aor. κέᾰσα и (ἐ)κέασσα; pass.: aor. κεάσθην, part. pf. κεκεασμένος)<br /><b class="num">1)</b> колоть, раскалывать (ξύλα χαλκῷ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> разрубать, пробивать (ὀστέα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> разбивать, разламывать ([[νῆα]] κεραυνῷ Hom.). | |elrutext='''κεάζω:''' [[κείω]] II] (aor. κέᾰσα и (ἐ)κέασσα; pass.: aor. κεάσθην, part. pf. κεκεασμένος)<br /><b class="num">1)</b> колоть, раскалывать (ξύλα χαλκῷ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> разрубать, пробивать (ὀστέα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> разбивать, разламывать ([[νῆα]] κεραυνῷ Hom.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεάζω ep. aor. ἐκέασσα, κέασσα en κέασα; aor. pass. (ἐ)κεάσθην; ptc. perf. med. κεκεασμένος, splijten, verbrijzelen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 1 January 2019
English (LSJ)
Ep. fut.
A κεάσσω Orph.A.849: aor. κέᾰσα, κέασσα, ἐκέασσα Hom. (v. infr.):—Pass., aor. κεάσθην Il.16.412, but part. κεᾰθείσης App.Anth.3.167: pf. part. κεκεασμένος (v. infr.):—split, cleave wood, κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Od.14.418; κέασαν ξύλα 20.161; ξύλα . . νέον κεκεασμένα χαλκῷ 18.309, cf. Hp.Mul.2.153, Call.Fr.289, etc.; of lightning, shiver, νῆα . . κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε Od.5.132; of a spear, κέασσε δ' ἄρ' ὀστέα λευκά Il.16.347; [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη was cloven in twain, ib.412; κεκεασμένον εὐρέϊ κύκλῳ οὐρανόν Arat.474. 2 pound, rub to pieces, ἢ σφέλᾳ ἢ ὅλμῳ κεάσας Nic.Th. 644. (κεᾰ-ζω fr. κεᾰ- in κεᾰ-θείσης (v. supr.), εὐ-κέα-τος, κέαρνον, and perh. κείων, v. κείω (B); perh. cf. Skt. śásati 'cut', Lat. castrare.)
German (Pape)
[Seite 1410] spalten, zerspalten; eigtl. vom Spalten u. Behauen des Holzes, κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Od. 14, 418; 20, 161; von der Lanze, κέασσε δ' ὀστέα λευκά Il. 16, 347; ἡ (κεφαλὴ) δ' ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη 20, 388, der Kopf wurde gespalten; vom Blitze, νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε Od. 5, 132. 7, 250; sp. D., Orph. Arg. 847; οὐρανὸν κεκεασμένον εὐρέϊ κύκλῳ Arat. 475; – klein reiben, Nic. Th. 644. – Vgl. noch κεδάζω, σκεδάζω, u. Buttmann Lexil. I p. 12 II p. 96.
Greek (Liddell-Scott)
κεάζω: Ἐπικ. μέλλ. κεάσσω, Ὀρφ. Ἀργ. 852: ἀόρ. κέᾰσα, κέασσα, ἐκέασσα, Ὁμ.- Παθ., ἀόρ. κεάσθην Ἰλ.: παθ. πρκμ. κεκεασμένος, ἴδε κατωτ. (Πρβλ. κείω, καιάδας, κέαρνον, Σανσκρ. khâ, khy-âmi (abscindo)· ἀλλὰ τὸ Λατ. sci-o, de-scisco, scindo, δεικνύει ὅτι ἡ πρώτη ῥίζα ἦτο SKE ἢ SKA, πιθαν. συγγενὲς τῷ σχίζω, ὃ ἴδε). Σχίζω (ὁ Ἡσύχ. διασχίζω, κτλ.), κόπτω, κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Ὀδ. Ξ. 418· κέασαν ξύλα Υ. 161· πρβλ. Ἱππ. 658. 14, κτλ.· ἐπὶ κεραυνοῦ, συντρίβω, κατασυντρίβω, νῆα... κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασε Ὀδ. Ε. 132, Η. 250· ἐπὶ δόρατος, κέασσε δὲ ὀστέα λευκὰ Ἰλ. ΙΙ. 347, ὅπερ ἐν Υ. 398, εἶπεν, αἰχμὴ ἱεμένη ῥῆξ’ ὀστέον·- κεφαλὴ ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη, εἰς δύο ἐκόπη, ΙΙ. 412, Υ. 387· οὐρανὸς... κεκεασμένος εὐρέϊ κύκλῳ Ἄρατ. 475. 2) κοπανίζω, κατατρίβω, Νικ. Θηρ. 644.
French (Bailly abrégé)
fendre en éclats.
Étymologie: κείω².
English (Autenrieth)
aor. (ἐ)κέασσε, κέασε, opt. κεάσαιμι, inf. κεάσσαι, pass. perf. part. κεκεασμένα, aor. κεάσθη: split, cleave; of lightning, shiver, Od. 5.132, Od. 7.250.
Greek Monolingual
κεάζω (Α)
1. σπάζω, σχίζω
2. (για κεραυνό) συντρίβω
3. χτυπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < θ. κεα- (πρβλ. αόρ. κεά-σσαι, ευ-κέα-στος, αλλά και κείω) < κεσα- < ΙΕ ρίζα kes- «κόβω» (πρβλ. αρχ. ινδ. śas-ati, śasisyati «κόβω», λατ. castrare «κλαδεύω»). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με μυκηναϊκή μτχ. παρακμ. kekemeno «μοιρασμένος», οπότε και ανάγεται σε θέμα kei- «μοιράζει», όπως και τα κείων, κοινός, κώμη.
Greek Monotonic
κεάζω: Επικ. αορ. αʹ κεᾶσα, κέασσα, ἐκέασσα — Παθ., Επικ. αορ. αʹ κεάσθην· μτχ. παρακ. κεκεασμένος· σχίζω, χωρίζω ξύλο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για κεραυνό, τσακίζω, κομματιάζω, θρυμματίζω, στο ίδ.· λέγεται για δόρυ, κέασσε δὲ ὀστέα λευκά, σε Ομήρ. Ιλ.· (κεφαλὴ) ἄνδιχα κεάσθη, σχίσθηκε στα δύο, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κεάζω: κείω II] (aor. κέᾰσα и (ἐ)κέασσα; pass.: aor. κεάσθην, part. pf. κεκεασμένος)
1) колоть, раскалывать (ξύλα χαλκῷ Hom.);
2) разрубать, пробивать (ὀστέα Hom.);
3) разбивать, разламывать (νῆα κεραυνῷ Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεάζω ep. aor. ἐκέασσα, κέασσα en κέασα; aor. pass. (ἐ)κεάσθην; ptc. perf. med. κεκεασμένος, splijten, verbrijzelen.