σκύλλω: Difference between revisions
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
(4) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκύλλω:''' (aor. ἔσκυλα)<b class="num">1)</b> разрывать, растерзывать: σκύλλεσθαι πρὸς παίδων [[τᾶς]] ἀμιάντου Aesch. быть пожираемым детьми моря, т. е. морскими животными; ἔσκυλται [[κόμη]] Anth. волосы растрепаны;<br /><b class="num">2)</b> мучить, изнурять (τινά NT). | |elrutext='''σκύλλω:''' (aor. ἔσκυλα)<b class="num">1)</b> разрывать, растерзывать: σκύλλεσθαι πρὸς παίδων [[τᾶς]] ἀμιάντου Aesch. быть пожираемым детьми моря, т. е. морскими животными; ἔσκυλται [[κόμη]] Anth. волосы растрепаны;<br /><b class="num">2)</b> мучить, изнурять (τινά NT). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκύλλω [~ σκάλλω?] perf. med. - pass. ἔσκυλμαι. verscheuren, aan stukken scheuren. van haar door de war brengen. overdr. kwellen, storen, lastig vallen:. μηκέτι σκύλλε τὸν διδάσκαλον val de meester niet langer lastig NT Luc. 8.49. med. zich kwellen, moeite doen:. μὴ σκύλλου bespaar u de moeite NT Luc. 7.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 1 January 2019
English (LSJ)
Ev.Marc.5.35, aor.
A ἔσκῡλα Hdn.(v. infr.):—Pass., v. infr.; aor. ἐσκύλθην Eust.769.41, 1516.57; also ἐσκύλην [ῠ] (v. infr.): pf. ἔσκυλμαι (v. infr.):—= τοῖς ὄνυξι σπᾶν, Hsch.; aor. inf. σκοῦλαι (perh. Lacon.),= κνῆσαι, Id.:—Pass., σκύλλονται, of dead bodies torn by fish, A.Pers.577 (lyr.); ἔσκυλται . . κίκιννος is dishevelled, AP5.174 (Mel.); ἔσκυλται δὲ κόμη ib.258 (Paul. Sil.). 2 maltreat, molest, τοὺς ἐν [τοῖς ἱεροῖς] ἀποτεταγμένους Sammelb.6236.22 (i B.C.); ὃς δὲ ἂν σκύλῃ [τὸ μνῆμα] IG14.1901 (Rome), cf. AP3.6 (Inscr. Cyzic.), CIG3757 (Nicaea), 4077 (Ancyra):—Pass., UPZ107.8,16 (ii B.C.). 3 trouble, annoy, τὴν ἀσθενοῦσαν Sor.2.11; σκύλας καὶ ὑβρίσας Hdn.7.3.4; σ. τὸν στρατόν Id.4.13.3; τί σκύλλεις τὸν διδάσκαλον; Ev.Marc. l.c., cf. Ev.Luc.8.49; σκῦλον σεαυτὸν πρὸς ἡμᾶς φέρων . . τὴν ὕαλον bestir yourself (i.e. hurry) to us with... PFay.134.2 (iv A.D.):—Pass. and Med., μὴ σκύλλου trouble not thyself, Ev.Luc.7.6; σκυλῆναι πρὸς Τιμόθεον take the trouble to go to T., POxy.123.10 (iii/iv A.D.); σκυλῆναι ἀνέξεται; will he trouble to come? Phoeb.Fig.p.44S.; σκῦλαι (imper. Med.) σεαυτὸν καὶ κτλ. PBaden 33.6 (ii A.D.); ἐσκυλμένοι Ev.Matt.9.36; σκύλλεται καὶ καταπονεῖται Diog.Oen.1. II Med., σκύλαιο κάρη shave the patient's head, Nic.Al.410.
German (Pape)
[Seite 907] eigtl. die Haut abziehen, schinden, auch das Haar ausraufen, σκύλαιο κάρη, Nic. Al. 410; übh. zerraufen, zerreißen, pass., Aesch. Pers. 569; ἔσκυλται, Mel. 60 (V, 175); überh. plagen, Sp., wie Hdn. 4, 13; Hesych. erkl. ἐσκύλατο, διεσπάσατο.
Greek (Liddell-Scott)
σκύλλω: ἀόρ. ἔσκῡλα. - Παθ., ἀόρ. ἐσκύλθην Εὐστ. 769. 41., 1516. 57· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ὡσαύτως ἐσκύλην [ῠ]· πρκμ. ἔσκυλμαι, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ παράγονται καὶ τὰ σκῦλον, σκύλμα, σκυλμός, Σκύλλα, σκύλαξ· - ὁ Κούρτ. παραβάλλει καὶ τὸ κοσκυλμάτια, Λατ. qui-squil-iae). Σπαράττω, διασχίζω, ξεσχίζω, «μαδῶ». - Μέσ., σκύλαιο κάρη, εἴθε νὰ μαδήσῃς τὴν κεφαλήν σου, Νικ. Ἀλεξιφ. 412. - Παθητ., σκύλλονται, ἐπὶ νεκρῶν σωμάτων, σχίζονται ὑπὸ τῶν ἰχθύων, σπαράττονται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 577· ἔσκυλται ... κίκιννος Ἀνθ. Π. 5. 175· ἔσκυλται δὲ κόμη αὐτόθι 259. 2) μεταφορ., ταράττω, εἰς ταραχὴν ἐμβάλλω, δυσαρεστῶ, ἐνοχλῶ, Λατ. vexare, σκύλας καὶ ὑβρίσας Ἡρῳδιαν. 7. 3· σκ. τὸν στρατὸν ὁ αὐτ. 4. 13· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 35, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 49· - Παθ. καὶ μέσ., μὴ σκύλλου, μὴ λάμβανε τὸν κόπον ..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ζ΄, 6· σκυλῆναι πρός τινα, ἐνοχλοῦμαι, ὑποβάλλομαι εἰς κόπον διά τινα, Ἐκκλ.· ἐσκυλμένοι Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 36. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκύλλειν· τὸ τοῖς ὄνυξι σπᾶν».
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔσκυλα;
Pass. ao. ἐσκύλθην, ao.2 ἐσκύλην, pf. ἔσκυλμαι;
I. écorcher, déchirer, dépouiller;
II. 1 arracher les cheveux;
2 tourmenter;
Moy. σκύλλομαι se tourmenter.
Étymologie: R. Σκυλ, couvrir ; cf. σκῦλον, lat. quisquiliae.
English (Strong)
apparently a primary verb; to flay, i.e. (figuratively) to harass: trouble(self).
English (Thayer)
perfect passive participle ἐσκυλμενος; present middle imperative 2nd person singular σκύλλου; (σκῦλον, which see);
a. to skin, flay (Anthol.).
b. to rend, mangle (Aeschylus Pers. 577); to vex, trouble, annoy (Herodian, 7,3, 9 (4)): τινα, ἐσκυλμένοι (Vulg. vexati) (R. V. distressed), G L T Tr WH; middle to give oneself trouble, trouble oneself: μή σκύλλου, Luke 7:6.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ξεσχίζω σαν σκύλος, κατασπαράσσω
2. μτφ. εμβάλλω κάποιον σε ταραχή ή στενοχώρια, ταράζω (α. «τὴν ἀσθενοῡσαν σκύλλειν», Σωρ.
β. «τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον», ΚΔ)
3. (το μέσ. και παθ.) σκύλλομαι
στενοχωριέμαι (α. «Κύριε, μή σκύλλου», ΚΔ
β. «σκύλλεται και καταπονείται», Διογ. Οιν.)
αρχ.
1. φθείρω, καταστρέφω («τοὺς ἐν τοῑς ἱεροῑς ἀποτεταγμένους σκύλλειν», επιγρ.)
2. φρ. «σκύλλομαι κάρη» — τραβώ, μαδώ τα μαλλιά μου (Νικ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. σκύλλω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ρ. σκάλλω «σκαλίζω» (βλ. λ. σκάλλω) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -υ, ενώ, κατ' άλλους, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών σκάλλω και μιστύλλω «κομματιάζω». Το ρ. συνδέεται επίσης με τη λ. σκῦλον. Η σημ. του ρ. εξελίχθηκε από την αρχική έννοια του τ. σκύλλονται «κατασπαράσσονται, ξεσχίζονται» στην έννοια του «ενοχλώ, στενοχωρώ, ταράζω»].
Greek Monotonic
σκύλλω: αόρ. αʹ ἔσκῡλα — Παθ., παρακ. ἔσκυλμαι·
1. ξεσχίζω, γδέρνω, κατακρεουργώ, κατασπαράζω — Παθ., σε Αισχύλ.
2. μεταφ., βάζω σε μπελά, ταλαιπωρώ, τυραννώ, ενοχλώ, Λατ. vexare, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. ή Μέσ., μὴ σκύλλου, μην ενοχλείσαι, στο ίδ.· ἐσκυλμένοι, δυσαρεστημένοι, αναστατωμένοι, ενοχλημένοι, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σκύλλω: (aor. ἔσκυλα)1) разрывать, растерзывать: σκύλλεσθαι πρὸς παίδων τᾶς ἀμιάντου Aesch. быть пожираемым детьми моря, т. е. морскими животными; ἔσκυλται κόμη Anth. волосы растрепаны;
2) мучить, изнурять (τινά NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκύλλω [~ σκάλλω?] perf. med. - pass. ἔσκυλμαι. verscheuren, aan stukken scheuren. van haar door de war brengen. overdr. kwellen, storen, lastig vallen:. μηκέτι σκύλλε τὸν διδάσκαλον val de meester niet langer lastig NT Luc. 8.49. med. zich kwellen, moeite doen:. μὴ σκύλλου bespaar u de moeite NT Luc. 7.6.