συστολίζω: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(4b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συστολίζω:''' <b class="num">1)</b> ткать, изготовлять (ἀγάλματα λίνῳ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> соединять (Μούσας Χάρισιν Anth.). | |elrutext='''συστολίζω:''' <b class="num">1)</b> ткать, изготовлять (ἀγάλματα λίνῳ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> соединять (Μούσας Χάρισιν Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συ-στολίζω in elkaar zetten. Eur. Or. 1435. verbinden, met acc. en dat. iem. met iem.. AP 7.419.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A draw or put together, fabricate, ἀγάλματα λίνῳ with or out of yarn, E.Or.1435 (lyr.). II unite, Μούσας σ. Χάρισιν AP7.419 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1045] = συστέλλω, mit bekleiden, ankleiden; ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ, Eur. Or. 1435; Mel. 127 (VII, 411) Μούσας Χάρισιν, vereinigen.
Greek (Liddell-Scott)
συστολίζω: συγκοσμῶ, καταστολίζω, σκύλων Φρυγίων ἐπὶ τύμβον ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ φάρεα πορφύρεα, ἡ τοῦ χωρίου τούτου σύνταξις φαίνεται ἔχουσα ὡς ἑξῆς: χρῄζουσα συστολίσαι λίνῳ φάρεα σκύλων Φρυγίων, ἀγάλματα ἐπὶ τύμβον, Εὐρ. Ὀρ. 1435. ΙΙ. συνδέω, συνάπτω, Μούσας σ. Χάρισιν Ἀνθ. Π. 7. 4. 9.
French (Bailly abrégé)
1 réunir par des fils (de lin);
2 unir.
Étymologie: συστολή.
Greek Monolingual
Α συστολή
1. στολίζω συγχρόνως
2. συνδέω, συνάπτω.
Greek Monotonic
συστολίζω: = συστέλλω,
I. κοσμώ, διακοσμώ, στολίζω από κοινού, σε Ευρ.
II. συνδέω, συνάπτω, συνενώνω, τινά τινι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συστολίζω: 1) ткать, изготовлять (ἀγάλματα λίνῳ Eur.);
2) соединять (Μούσας Χάρισιν Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συ-στολίζω in elkaar zetten. Eur. Or. 1435. verbinden, met acc. en dat. iem. met iem.. AP 7.419.4.