βάτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
m (Text replacement - "(\{\{lsm\n.*?)(\n\}\}\n\{\{lsm\n\|lsmtext=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
mNo edit summary
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=[[βάτος]], -ον, ὁ, ἡ, [in LXX ([[always]] masc, as in Attic): Ex 3:2-4, De 33:16 (סְנֶה), Jb 31:40 (בָּאְשָׁה)*;] <br />a bramble-[[bush]]: Lk 6:44, Ac 7:30, 35; ἐπὶ [[τοῦ]] (τῆς) β., in the [[place]] [[concerning]] the [[bush]]: Mk 12:26, Lk 20:37.†<br />[[βάτος]], -ου, ὁ (Heb. בַּת), [in LXX ([[also]] βαίθ, [[βάδος]]): II Es 7:22*;] <br />[[bath]], a Jewish [[liquid]] [[measure]], = [[μετρητής]] (q.v.), or [[about]] 8 3/4 gals.: Lk 16:6.†
|astxt=[[βάτος]], -ον, ὁ, ἡ, [in LXX ([[always]] masc, as in Attic): Ex 3:2-4, De 33:16 (סְנֶה), Jb 31:40 (בָּאְשָׁה)*;] <br />a bramble-[[bush]]: Lk 6:44, Ac 7:30, 35; ἐπὶ [[τοῦ]] (τῆς) β., in the [[place]] [[concerning]] the [[bush]]: Mk 12:26, Lk 20:37.†<br />[[βάτος]], -ου, ὁ (Heb. בַּת), [in LXX ([[also]] βαίθ, [[βάδος]]): II Es 7:22*;] <br />[[bath]], a Jewish [[liquid]] [[measure]], = [[μετρητής]] (q.v.), or [[about]] 8 3/4 gals.: Lk 16:6.†
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=of [[uncertain]] [[derivation]]; a [[brier]] [[shrub]]: bramble, [[bush]].<br />of [[Hebrew]] [[origin]] (בָּת); a [[bath]], or [[measure]] for liquids: [[measure]].
|strgr=of [[uncertain]] [[derivation]]; a [[brier]] [[shrub]]: bramble, [[bush]].<br />of [[Hebrew]] [[origin]] (בָּת); a [[bath]], or [[measure]] for liquids: [[measure]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο και η και [[βάτα]], η και [[βάτο]], το (AM [[βάτος]], η)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων αγκαθωτών [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] Ροδώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βάτος]] [[εκτός]] από τη γνωστή [[σημασία]] της, που έχει διατηρηθεί και στη Νέα Ελληνική («[[αγκαθωτός]] [[θάμνος]]»), δήλωνε [[επιπλέον]] στους αρχαίους το [[ψάρι]] «[[σαλάχι]]». Αρχική ήταν η πρώτη [[σημασία]] της λέξεως, το δε [[σαλάχι]] ονομάστηκε [[έτσι]] εξαιτίας των αγκαθιών που καλύπτουν εν μέρει την άνω [[επιφάνεια]] του σώματος του. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένο μεσογειακό τ., ο [[οποίος]] συσχετίσθηκε με τη λ. <i>μαντία</i> «[[βατόμουρο]]» (<b>Διοσκ.</b> 4, 37) [[καθώς]] και με άλλες ονομασίες θάμνων της ιβηρικής και γαλατο-ρωμαϊκής περιοχής, που σχηματίζονται [[επίσης]] με το [[στοιχείο]] <i>ma</i>(<i>n</i>)<i>t</i>-. Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[βάτο]], <i>το</i> προήλθε από την αιτ. <i>το</i>(<i>ν</i>) [[βάτο]] του αρσ. <i>ο [[βάτος]].———————— <b>(II)</b><br />ο (AM [[βάτος]])<br />το [[ψάρι]] [[βατίς]], [[βατί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βάτος]] (Ι)].———————— <b>(III)</b><br />[[βάτος]] και [[βάδος]], ο (Α)<br />εβραϊκό [[μέτρο]] υγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>bath</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο και η και [[βάτα]], η και [[βάτο]], το (AM [[βάτος]], η)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων αγκαθωτών [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] Ροδώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βάτος]] [[εκτός]] από τη γνωστή [[σημασία]] της, που έχει διατηρηθεί και στη Νέα Ελληνική («[[αγκαθωτός]] [[θάμνος]]»), δήλωνε [[επιπλέον]] στους αρχαίους το [[ψάρι]] «[[σαλάχι]]». Αρχική ήταν η πρώτη [[σημασία]] της λέξεως, το δε [[σαλάχι]] ονομάστηκε [[έτσι]] εξαιτίας των αγκαθιών που καλύπτουν εν μέρει την άνω [[επιφάνεια]] του σώματος του. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένο μεσογειακό τ., ο [[οποίος]] συσχετίσθηκε με τη λ. <i>μαντία</i> «[[βατόμουρο]]» (<b>Διοσκ.</b> 4, 37) [[καθώς]] και με άλλες ονομασίες θάμνων της ιβηρικής και γαλατο-ρωμαϊκής περιοχής, που σχηματίζονται [[επίσης]] με το [[στοιχείο]] <i>ma</i>(<i>n</i>)<i>t</i>-. Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[βάτο]], <i>το</i> προήλθε από την αιτ. <i>το</i>(<i>ν</i>) [[βάτο]] του αρσ. ο [[βάτος]].<br /><b>(II)</b><br />ο (AM [[βάτος]])<br />το [[ψάρι]] [[βατίς]], [[βατί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βάτος]] (Ι)].<br /><b>(III)</b><br />[[βάτος]] και [[βάδος]], ο (Α)<br />εβραϊκό [[μέτρο]] υγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. [[bath]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:11, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάτος Medium diacritics: βάτος Low diacritics: βάτος Capitals: ΒΑΤΟΣ
Transliteration A: bátos Transliteration B: batos Transliteration C: vatos Beta Code: ba/tos

English (LSJ)

(A) [ᾰ], ἡ,

   A bramble, Rubus ulmifolius, Od.24.230, Aen. Tact.28.6, Theoc.1.132; ὁ, Hp.Mul.2.112, Ar.Fr.754 (Att. acc. to Moeris), Thphr.HP1.5.3, LXX Ex.3.2: whence ἐπὶ τοῦ (v.l. τῆς) βάτου in Ev.Marc.12.26: fem., Dsc.4.37, Ev.Luc.20.37.    II β. Ἰδαία raspberry, Rubus Idaeus, Dsc.4.38; = β. ὀρθοφυής Thphr.HP3.18.4.    III β. Μοσυλῖτις, a kind of cassia, Dsc.1.13.    IV = ἑλένιον, elecampane, Ps.-Dsc.1.28.
βάτος (B), ὁ, a

   A fish, a kind of skate, Epich.59.2, 90.2, Arist.HA 489b6, al.
βάτος (C), ὁ, the Hebrew liquid measure

   A bath, = Egypt. ἀρτάβη or Att. μετρητής, LXX 2 Es.7.22, Ev.Luc.16.6, J.AJ8.2.9:—also βάδος, v.l. in LXX l.c., Hsch.

German (Pape)

[Seite 439] ἡ, nach Schol. Theocr. 1, 132 bei Ar. auch ὁ, Dornstrauch, stachliches Gewächs, Od. 24, 230 κνημῖδας δέδετο, γραπτῦς ἀλεείνων, χειρῖδάς τ' ἐπὶ χερσὶ βάτων ἕνεκα, ἅπαξ εἰρημ.; αὐχμηρή Ep. ad. 704 (App. 383); σκολιά Zenod. 2 (VII, 315); übh. Dorn, ἀντὶ ῥόδων τὴν βάτον οὐ δέχομαι Rufin. 38 (V, 28); βάτος Ἰδαία, Himbeerstrauch, Diosc.; Theophr. braucht es masc. gew. = Brombeerstrauch. ὁ, Stachelroche, Arist. H. A. 2, 13, s. βατίς.

Greek (Liddell-Scott)

βάτος: [ᾰ], ἡ θάμνος ἀκανθώδης, βατσινιά, Ὀδ. ω.230· ἀλλ’ἀρσ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 593 καὶ παρὰ Θεοφρ., ὡς Ἱ.Φ.1.5,3· βάτος Ἰδαία, ἡ σμεουριά, εἶδος ἡμέρου βάτου, Διοσκ. 4.38· τὸ ὑποκορ. βάτιον παρ’Ἀθην. 51F, συκαμινέα, πρβλ. Α.Β.224.

French (Bailly abrégé)

1ου (ἡ, postér. ὁ)
1 ronce, plante ; mûre sauvage ; βάτος Ἰδαία mûre sauvage du mt Ida, càd framboise, fruit;
2 épine en gén.
Étymologie: DELG pê méditerr.
2ου (ὁ) :
sorte de raie, poisson.
Étymologie: cf. βατίς.
3ου (ὁ) :
« bath », mesure Juive pour les liquides, de 50 setiers ou de 3 amphores (environ 40 litres).
Étymologie: hébreu bath.

English (Autenrieth)

ἡ: pl., thorn-bushes, thorns, Od. 24.230†.

Spanish (DGE)

-ου

• Prosodia: [-ᾰ-]

• Morfología: [género dud. ὁ β. Hp.Mul.2.112, Nat.Mul.32, Thphr.HP 1.5.3; ἡ β. (considerado Ἑλληνικῶς por Moer.), Plu.2.94e, Dsc.4.37, Eu.Luc.20.37, Ast.Am.Hom.7.2.5]
I bot.
1 zarza, zarzamora, Rubus ulmifolius Schott χειρῖδάς τ' ἐπὶ χερσὶ βάτων ἕνεκ' guantes en las manos a causa de las zarzas, Od.24.230, μόρα τὰ ἀπὸ τοῦ βάτου Hp.Mul.2.112, cf. Aen.Tact.28.6, Call.Fr.194.96, ἴα μὲν φορέοιτε βάτοι Theoc.1.132, cf. Plb.3.71.1, PTeb.815.6.57 (III a.C.), Gal.13.171, 289
de la zarza ardiendo ὁ β. καίεται πυρί, ὁ δὲ β. οὐ κατεκαίετο LXX Ex.3.2, cf. 3.4, con variadas exégesis Eu.Marc.12.26, Eu.Luc.6.44, Amph.Seleuc.229, Thdt.Qu.in Ex.5, 6, Ast.Am.Hom.7.2.5.
2 considerado un género con varias especies, Thphr.HP 3.18.4
β. ὀρθοφυής frambuesa, Rubus idaeus L., Thphr.HP 3.18.4, mismo sent. β. Ἰδαία Dsc.4.38
pero β. Ἰδαία otro n. de ἑλένιον énula, Inula helenium L., Dsc.1.28, Ps.Dsc.1.28
β. Μοσυλῖτις variedad de casia Dsc.1.13.
II ict. variedad (prob. diferenciación sexual) de la raya o lija Hp.Mul.2.115, Epich.23, Arist.HA 489b6, 566a28, Gloss.Pap.5.4 (II d.C.).

• Etimología: Prob. se trata de una palabra de substrato mediterráneo.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): βάδος LXX 2Es.7.22, POxy.2982.9 (II/III d.C.), Hsch.
una medida hebr. para líquidos equiv. a las egip. ἀρτάβη y át. μετρητής Eu.Luc.16.6, I.AI 8.57, LXX l.c., POxy.l.c., Hsch., cf. βεθ.

• Etimología: Prést. de una lengua sem., cf. hebr. bat.

English (Abbott-Smith)

βάτος, -ον, ὁ, ἡ, [in LXX (always masc, as in Attic): Ex 3:2-4, De 33:16 (סְנֶה), Jb 31:40 (בָּאְשָׁה)*;]
a bramble-bush: Lk 6:44, Ac 7:30, 35; ἐπὶ τοῦ (τῆς) β., in the place concerning the bush: Mk 12:26, Lk 20:37.†
βάτος, -ου, ὁ (Heb. בַּת), [in LXX (also βαίθ, βάδος): II Es 7:22*;]
bath, a Jewish liquid measure, = μετρητής (q.v.), or about 8 3/4 gals.: Lk 16:6.†

English (Strong)

of uncertain derivation; a brier shrub: bramble, bush.
of Hebrew origin (בָּת); a bath, or measure for liquids: measure.

English (Thayer)

(1) βάτου, ἡ and (in G L T Tr WH) ὁ, (the latter according to Moeris, Attic; the former Hellenistic; cf. Fritzsche on Mark , p. 532; Winer s Grammar, 63 (62) (cf. 36; Buttmann, 12 (11))) (from Homer down), a thorn or bramble-bush (cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Bush): ἐπί τοῦ (τῆς) βάτου at the Bush, i. e. where it tells about the Bush, B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Bible IV:1).
(2) βάτου, ὁ, Hebrew בַּת a bath (A. V. measure), a Jewish measure of liquids containing 72sextarii (between 8,9 gallons) (Josephus, Antiquities 8,2, 9): B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Weights and Measures II:2).

Greek Monolingual

(I)
ο και η και βάτα, η και βάτο, το (AM βάτος, η)
γένος αγγειόσπερμων αγκαθωτών φυτών που ανήκει στην τάξη Ροδώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βάτος εκτός από τη γνωστή σημασία της, που έχει διατηρηθεί και στη Νέα Ελληνική («αγκαθωτός θάμνος»), δήλωνε επιπλέον στους αρχαίους το ψάρι «σαλάχι». Αρχική ήταν η πρώτη σημασία της λέξεως, το δε σαλάχι ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των αγκαθιών που καλύπτουν εν μέρει την άνω επιφάνεια του σώματος του. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένο μεσογειακό τ., ο οποίος συσχετίσθηκε με τη λ. μαντία «βατόμουρο» (Διοσκ. 4, 37) καθώς και με άλλες ονομασίες θάμνων της ιβηρικής και γαλατο-ρωμαϊκής περιοχής, που σχηματίζονται επίσης με το στοιχείο ma(n)t-. Τέλος, ο νεοελλ. τ. βάτο, το προήλθε από την αιτ. το(ν) βάτο του αρσ. ο βάτος.
(II)
ο (AM βάτος)
το ψάρι βατίς, βατί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βάτος (Ι)].
(III)
βάτος και βάδος, ο (Α)
εβραϊκό μέτρο υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. bath)].

Greek Monotonic

βάτος: [ᾰ], ἡ, θάμνος με αγκάθια ή άγρια βατομουριά, σε Ομήρ. Οδ.
βάτος: ὁ, εβραϊκό μέτρο για υγρά· Αττ. μετρητής, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

βάτος: I
1) (Hom., Anth. ἡ) колючее растение, ежевика Hom., Polyb., Plut., Anth. или терн NT;
2) колючка, шип (sc. ῥόδου Anth.);
3) зоол. шиповатый скат Arst.
II ὁ евр. бат (мера жидкостей = 3 амфоры) NT.