ἄκμων: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(1)
(1)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄκμων:''' ονος adj. неутомимый: λόγχης ἄκμονες Aesch. неутомимые в метании копий.<br />ονος ὁ наковальня Hom., Hes., Pind., Her., Plut.
|elrutext='''ἄκμων:''' ονος adj. неутомимый: λόγχης ἄκμονες Aesch. неутомимые в метании копий.<br />ονος ὁ наковальня Hom., Hes., Pind., Her., Plut.
}}
{{etym
|etymtx=-ονος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: [[anvil]] (Il.), also <b class="b2">meteoric stone</b> (Hes. Th. 722), = <b class="b3">οὑρανός η σίδηρον</b> H., = <b class="b3">ἀλετρίβανος</b> (pestle), <b class="b3">Κύπριοι</b> H.<br />Compounds: <b class="b3">ἀκμό-θε-τον</b> n. (Hom.) <b class="b2">basis of an anvil</b>, with the root of <b class="b3">τίθημι</b>.<br />Origin: IE [Indo-European] [19] <b class="b2">*h₂eḱmon</b> [[stone]]<br />Etymology: Old word for [[stone]], found in several languages: Skt. <b class="b2">áśman-</b> m. <b class="b2">stone, heaven(?)</b> (a stone vault?, Reichelt IF 32, 23ff., Fraenkel KZ 63, 183f., cf. <b class="b3">ἄκμων</b> <b class="b2">meteoric stone</b> and [[heaven]]); Av. <b class="b2">asman-</b> [[stone]], [[heaven]], OP. <b class="b2">asman-</b> [[heaven]]; Lith. <b class="b2">akmuõ</b>, <b class="b2">-eñs</b> [[stone]] (with regular depalatalization before [[m]]; <b class="b2">ãšmens</b> <b class="b2">sharp side, edge</b> with <b class="b2">aš-</b> from other positions). - The relation of these words to OCS [[kamy]], <b class="b2">-ene</b> [[stone]] and the Germanic group ON [[hamarr]] [[hammer]] (orig. of stone) is much discussed. One supposes the root <b class="b2">aḱ-</b> [[sharp]] in <b class="b3">ἀκή</b> etc. On these questions see the lit. in Mayrh. EWAia 1.137, e.g. Maher, JIES 1 (1973) 441ff. and EIEC 547.
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκμων Medium diacritics: ἄκμων Low diacritics: άκμων Capitals: ΑΚΜΩΝ
Transliteration A: ákmōn Transliteration B: akmōn Transliteration C: akmon Beta Code: a)/kmwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, orig. prob.

   A meteoric stone, thunderbolt (v. sub fin.), χάλκεος ἄ. οὐρανόθεν κατιών Hes.Th.722, cf. 724.    II anvil, Il.18.476, Od.8.274, Hdt.1.68: metaph., πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Pi.P.1.86; λόγχης ἄκμονες very anvils to bear blows (cf. Sch. ad loc.), A.Pers.51; ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων Aristopho 4; Τιρύνθιος ἄ., i. e. Hercules, Call.Dian.146 (expl. by Sch. ὁ μὴ καμὼν ἐπὶ τοῖς ἄθλοις).    2 pestle (Cyprian), Hsch.    3 head of a batteringram, Apollod.Poliorc.161.4.    III kind of eagle, Hsch.    IV kind of wolf, Opp.C.3.326.    V Pythag., = 6, Theol.Ar.37. (Cf. Skt.áśman- `sling-stone', etc.)

German (Pape)

[Seite 75] ον, (κάμνω), unermüdlich, λόγχης, nicht mit dem Speer zu ermüden, Aesch. Pers. 51, wo andere erkl. Ambos gegen den Speerwurf; Callim. Dian. 146. ονος, ὁ (καμεῖν? α priv. oder intens.?), 1) der Ambos, Hom. viermal, Od. 3, 434. 8, 274 Iliad. 18, 476. 15, 19; – Her. 1, 68; Pind. P. 1, 86; Sp. – 2) eine Wolfsart, Opp. C. 3, 326.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκμων: -ονος, ὁ, κατ’ ἀρχὰς πιθαν. μετεωρικὸς λίθος, κεραυνὸς (ἴδε ἐν τέλ.), χάλκεος ἄκμων οὐρανόθεν κατιών, Ἡσ. Θ. 722· πρβλ. 724. ΙΙ. ὁ ἄκμων, τὸ ἀμόνι τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 476, Ὀδ. Θ. 274, Ἡρόδ. 1. 68: ― μεταφ., πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν, Πινδ. Π. 1. 167· λόγχης ἄκμονες, ὡς ἄκμονες ἱκανοὶ νὰ ὑποφέρωσιν ἀκοντίσματα (ὡς ὁ Σχολ. ὑπολαμβάνει), Αἰσχύλ. Πέρσ. 51· οὕτως ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων, Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1· Τιρύνθιος ἄκμων, ὅ ἐ. Ἡρακλῆς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 146. 2) κόπανος, γουδοχέρι, «ἄκμονα, ἀλετρίβανον, Κύπριοι», Ἡσύχ. ΙΙΙ. = οὐρανός, καὶ ἀκμονίδαι = οὐρανίδαι, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκμᾶνα 111 (ἔνθα ἴδε Bgk). ΙV. εἶδος ἀετοῦ, Ἡσύχ. V. εἶδος λύκου, Ὀππ. Κ. 3. 326· (πρὸς ταῖς ἀνωτέρω μνημονευθείσαις σημασίαις πρβλ. Σανσκρ. açmâ (λίθος, μετεωρικὸς λίθος), açmaras (lapideus), Παλαιο-Σκανδιν. hamarr, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ hamar (σφυρίον, hammer, ἀγγλ.), Λιθουαν. akmú (λίθος).

French (Bailly abrégé)

1ονος (ὁ) :
météorite, éclair.
Étymologie: cf. ἄκμων².
2ονος (ὁ) :
enclume.
Étymologie: DELG vieux nom de la pierre ; cf. skr. áśman, av. asman, lit. akmuo.
3ονος (ὁ, ἡ)
infatigable : λόγχης ἄκμονες ESCHL infatigables à lancer la javeline.
Étymologie: ἀ, κάμνω.

English (Autenrieth)

ονος: anvil.

English (Slater)

ἄκμων
   1 anvil met. ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν the anvil of truth (P. 1.86)

Spanish (DGE)

-ονος, ὁ
zool.
1 una especie de águila Hsch.
2 cierto lobo (aunque la descripción responde a las águilas de A.A.111-20), Opp.C.3.326.

• Etimología: Quizá del egip. a-khom, akhmu ‘cualquier divinidad en forma de animal’ de ahí que signifique al tiempo ‘lobo’ y ‘águila’.
-ονος, ὁ
I 1yunque ἦλθε δὲ χαλκεὺς ... ἔχων ... ἄκμονα Od.3.434, ἐννέα γὰρ νύκτας καὶ ἤματα χάλκεος ἄ. οὐρανόθεν κατιών Hes.Th.722, 724, Hdt.1.68, Arist.GA 789b11, Aud.802b42, PGoodsp.Cair.30.22.11
de yunques míticos, el de Hefesto Il.18.476, Od.8.274, Call.Fr.115.17, A.R.3.41, 4.761, E.El.443, el de Brontes σφυρήλατον ἄκμονα Nonn.D.28.205
fig. de un verso Πιερίδων χαλκευτὸν ἐν ἄκμοσι forjado en los yunques de las Musas, AP 7.409 (Antip.Sid.), ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν forja tu lengua en el yunque de la verdad Pi.P.1.86
fig. de pers. fuerte, resistente física o moralmente, de guerreros λόγχης ἄκμονες yunques de la lanza, resistentes a los golpes A.Pers.51, de Heracles Τιρύνθιος ἄκμων Call.Dian.146, de un parásito, Aristopho 5.6, ἡ καρδία αὐτοῦ ... ἕστηκεν δὲ ὥσπερ ἄκμων ἀνήλατος LXX Ib.41.16, στῆθι ἑδραῖος ὡς ἄ. τυπτόμενος mantente firme en tu sitio como un yunque golpeado Ign.Pol.3.1.
2 chipr. mano de mortero Hsch.
cabeza de ariete Apollod.Poliorc.161.4.
3 identificado como el cielo y el éter (por ser originalmente tal vez piedra de rayo) Hsch., Epim.Hom.Alph.α 313, v. Ἄκμων.
II entre los pitagóricos, el número seis, Theol.Ar.37.

• Etimología: Cf. ἄκων, -οντος, ὁ.

Greek Monolingual

(-ονος), ο (Α ἄκμων)
σιδερένια βάση, επάνω στην οποία γίνεται η επεξεργασία μεταλλικών αντικειμένων (κν. αμόνι)
αρχ.
1. μετεωρόλιθος, κεραυνός
2. μτφ. ακούραστος, ακαταπόνητος
3. κόπανος, γουδοχέρι
4. είδος αετού
5. είδος λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄκμων, που σήμαινε στην αρχαία «το αμόνι» (σημειώνουμε πως η σημερινή, ήδη μεσαιωνική, λ. αμόνι προήλθε από τον υποκοριστικό τ. του ἄκμων
ἀκμόνιον > ἀγμόνιον > ἀμόνι(ν)
βλ. λ. αμόνι), ετυμολογικά συνδέεται με μια σειρά από ομόρριζες λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που δήλωναν «την πέτρα, τον λίθο» (πρβλ. αρχ. ινδ. aśman «λίθος, βράχος -ουρανός» και aśmaka- «πέτρινος», λιθ. akmuo «λίθος» κ.ά.). Άρα και το ελλην. ἄκμων θα σήμαινε αρχικά «την πέτρα» (πρβλ. λ.χ. το «χάλκεος ἄκμων» του Ησιόδου που χρησιμοποιείται για έναν μετεωρίτη λίθο), ενώ η σημ. «αμόνι» θα είναι υστερογενής και θα προήλθε πιθ. συνεκδοχικά από το υλικό αυτού του εργαλείου, που αρχικά φαίνεται πως ήταν η πέτρα (από τη σημ. δηλ. «πέτρινο αμόνι» πέρασε μετά στη σημ. «αμόνι», από όπου μετά και χάλκινο, σιδερένιο αμόνι). Από την τυπολογική για το ελλην. ἄκμων, όσο και από τη σημασιολογική για αρκετές συναφείς λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών σχέση με τη ρίζα ακ- «οξύς, αιχμηρός» (ήτοι ἄκ-μων: ἄκ-ρος, ἀκ-μή, ἀκ-ή, ἄκ-ων κ.λπ.
λιθ. ašmens «κόψη, αιχμή»: λιθ. akmuō «λίθος» κ.λπ.), μπορεί να υποστηριχθεί η πρώιμη επίδραση τών παραγώγων της ρίζας ακ- πάνω στη σειρά τών λέξεων ἄκμων, Λιθουανικά akmuo κ.τ.ό. που σημαίνουν, όπως είπαμε, αρχικά «την πέτρα».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακόνι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκμοθέτης, ἀκμόθετον. Για τη σχέση με τη ρίζα ακ βλ. λήμμα ακ-].

Greek Monotonic

ἄκμων: -ονος, ὁ, αρχικά πιθ.
I. κεραυνός, αστροπελέκι, μετεωρίτης, ἄκμων οὐρανόθεν κατιών, σε Ησίοδ.
II. αμόνι σιδηρουργού, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., λόγχης ἄκμονες, ισχυρά αμόνια ικανά να αντέχουν στα χτυπήματα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκμων: ονος adj. неутомимый: λόγχης ἄκμονες Aesch. неутомимые в метании копий.
ονος ὁ наковальня Hom., Hes., Pind., Her., Plut.

Frisk Etymological English

-ονος
Grammatical information: m.
Meaning: anvil (Il.), also meteoric stone (Hes. Th. 722), = οὑρανός η σίδηρον H., = ἀλετρίβανος (pestle), Κύπριοι H.
Compounds: ἀκμό-θε-τον n. (Hom.) basis of an anvil, with the root of τίθημι.
Origin: IE [Indo-European] [19] *h₂eḱmon stone
Etymology: Old word for stone, found in several languages: Skt. áśman- m. stone, heaven(?) (a stone vault?, Reichelt IF 32, 23ff., Fraenkel KZ 63, 183f., cf. ἄκμων meteoric stone and heaven); Av. asman- stone, heaven, OP. asman- heaven; Lith. akmuõ, -eñs stone (with regular depalatalization before m; ãšmens sharp side, edge with aš- from other positions). - The relation of these words to OCS kamy, -ene stone and the Germanic group ON hamarr hammer (orig. of stone) is much discussed. One supposes the root aḱ- sharp in ἀκή etc. On these questions see the lit. in Mayrh. EWAia 1.137, e.g. Maher, JIES 1 (1973) 441ff. and EIEC 547.