πάλος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(3b) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πάλος:''' (ᾰ) ὁ жребий: πάλῳ [[λαχεῖν]] Her. получить по жребию; πάλῳ ἄρχειν ἀρχάς Her. занимать общественные должности по жребию; οὓς ἐκλήρωσεν π. Eur. (те), на которых пал жребий. | |elrutext='''πάλος:''' (ᾰ) ὁ жребий: πάλῳ [[λαχεῖν]] Her. получить по жребию; πάλῳ ἄρχειν ἀρχάς Her. занимать общественные должности по жребию; οὓς ἐκλήρωσεν π. Eur. (те), на которых пал жребий. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[lot]]<br />See also: s. <b class="b3">πάλλω</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 3 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (
A πάλλω 1.3) lot cast from a shaken helmet, A.Th. 458. 2 Lyr., Ion., and Trag. generally, = κλῆρος, lot, τόνδε τὸν πάλον λαχόην Sapph.9, cf. A.Th.376; πάλῳ λαχεῖν ib. 126, Hdt.4.94, 153, Aen.Tact.20.2; πάλῳ ἀρχὰς ἄρχειν Hdt.3.80; πάλου κύρσαι A. Pers.779; τύχης π. Id.Ag.333; οὓς ἐκλήρωσεν π. E.Ion416, cf. S. Ant.275, dub. in E.IA1151. 3 ballot, vote, A.Eu.742, 753.
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, das durch Schwingen aus dem Helme fliegende Loos, u. übh. das Loos (ion. u. poet. = κλῆρος); ἂμ πάλον θέμεν, Pind. Ol. 7, 61; Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος ἐξ ὑπτίου πήδησεν εὐχάλκου κράνους, Aesch. Spt. 458, öfter; auch τύχης πάλος, Ag. 333; Soph. Ant. 275; Eur. Troad. 263; πάλῳ λαχών, Her. 4, 153; ἀρχὰς πάλῳ ἄρχειν, obrigkeitliche Aemter durchs Loos erhalten, 3, 80.
Greek (Liddell-Scott)
πάλος: [ᾱ], ὁ, (πάλλω Ι, 3) ὁ κλῆρος ὁ ἐκπηδῶν ἐκ τῆς σειομένης περικεφαλαίας (Αἰσχύλ. Θήβ. 458) ἄμ πάλον θέμεν, ῥίπτειν ἐκ νέου τὸν κλῆρον, Πινδ. Ο. 7. 109. 2) ἐν χρήσει καθόλου ἀντὶ τοῦ κλῆρος, παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσι, πάλῳ λαχεῖν, λαβεῖν διὰ κλήρου, Ἡρόδ. 4. 94, 153· ἀρχὰς πάλῳ ἄρχειν, ἄρχειν διὰ κλήρου, ὁ αὐτ. 3. 80· - ἀλλὰ καὶ παρὰ Τραγ. οὐχὶ σπανίως, πάλου κύρσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 779 πάλῳ καὶ πάλον λαχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 126, 374· τύχης π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 333· οὓς ἐκλήρωσεν πάλος Εὐρ. Ἴων 419, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 275· περὶ τοῦ ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1151 χωρίου: σῷ προσούρισας πάλῳ, ἴδε προσορίζω.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sort qui s’échappe du casque que l’on secoue ; en gén. sort qui échoit à qqn : πάλῳ λαχεῖν obtenir par le sort ; ἀρχὰς πάλῳ ἄρχειν HDT recevoir par voie du sort des fonctions publiques;
2 lot, part échue par le sort.
Étymologie: πάλλω.
Greek Monolingual
(I)
πάλος, ὁ (Α) πάλλω
1. κλήρος που βγαίνει από σειόμενη περικεφαλαία
2. (γενικά) κλήρος
3. ψήφος («ἀρίθμημα τῶν πάλων», Αισχύλ.).———————— (II)
ο (ΑΜ πᾱλος)
μυτερό ξύλο, πάσσαλος, παλούκι
αρχ.
ομάδα ή ζεύγος ξιφομάχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pālus «μυτερό ξύλο, παλούκι»].
Greek Monotonic
πάλος: [ᾰ], ὁ (πάλλω I. 3), κλήρος που βγαίνει από την περικεφαλαία που αναταράζεται, ἂμ πάλον θέμεν, ρίχνω ξανά τον κλήρο, σε Πίνδ.· πάλῳ λαχεῖν, αποκτώ με κλήρο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἀρχὰς πάλῳ ἄρχειν, κρατώ δημόσιο αξίωμα με κλήρο, σε Ηρόδ.· οRς ἐκπλήρωσεν πάλος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πάλος: (ᾰ) ὁ жребий: πάλῳ λαχεῖν Her. получить по жребию; πάλῳ ἄρχειν ἀρχάς Her. занимать общественные должности по жребию; οὓς ἐκλήρωσεν π. Eur. (те), на которых пал жребий.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: lot
See also: s. πάλλω.