ἐπιείκεια: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(2) |
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιείκεια:''' ἡ<b class="num">1)</b> милость, тж. благожелательность или доброта, кротость Thuc., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> нравственная чистота, порядочность Lys. | |elrutext='''ἐπιείκεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> милость, тж. благожелательность или доброта, кротость Thuc., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> нравственная чистота, порядочность Lys. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 4 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A reasonableness, ἔχει τινὰ οὗτος ὁ λόγος ἐπιείκειαν Hp. Fract.31. 2. equity, opp. strict law, Arist.Top.141a16, etc.; κατ' ἐπιείκειαν, opp. κατὰ τοὺς ὅρκους, Isoc.18.34; ἄκαμπτον εἰς ἐ. Plu.Cat.Mi.4. 3. of persons, reasonableness, fairness, Th.3.40, 48, 5.86, Pl.Lg.735a, etc.; ἐ. καὶ πρᾳότης Plu.Per.39, cf.2 Ep.Cor.10.1; also, goodness, virtuousness, Lys.16.11, D.21.207, Arist.EN1175b24: pl., joined with χάριτες, Isoc.4.63, cf. 15.149. II. personified, Clemency, Plu.Caes.57.
German (Pape)
[Seite 940] ἡ, die Billigkeit, nach Plat. defin. 412 b u. Arist. Eth. Nic. 5, 10 Milderung des strengen Rechtes mit Berücksichtigung der Umstände, ἐπιεικείᾳ τινὶ δ, καίᾳ χρώμενον Plat. Legg. V, 735 a. Vgl. οὐκ ἄξιον οὔτε κατὰ χάριν οὔτε κατ' ἐπιείκειαν οὔτε κατ' ἄλλο οὐδὲν ἢ κατὰ τοὺς ὅρκους ψηφίσασθαι Isocr. 18, 34, wie εἰ δὲ δεῖ τὰς χάριτας καὶ τὰς ἐπιεικείας ἀνελόντας τὸν ἀκριβέστατον τῶν λόγων εἰπεῖν, ohne Rücksicht auf Dank oder Billigkeit, 4, 63; καὶ πρᾳότης Plut. Pericl. 39; Caes. 57 ist ἐπιεικείας ἱερόν Clementiae fanum, wie auch Thuc. οἶκτος καὶ ἐπ. vrbdt, 3, 48. Allgemeiner, gute, anständige Lebensweise, der ἀκολασία entggstzt, Lys. 16, 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
convenance, modération, équité ; en gén. douceur, bonté ; la Clémence personnifiée.
Étymologie: ἐπιεικής.
English (Strong)
from ἐπιεικής; suitableness, i.e. (by implication) equity, mildness: clemency, gentleness.
English (Thayer)
(WH ἐπιεικία, see Iota), ἐπιεικείας, ἡ, (ἐπιεικής, which see), mildness, gentleness, fairness (`sweet reasonableness' (Matthew Arnold)): πραότης (which see), Plutarch, Pericl. 39; with φιλανθρωπία, Polybius 1,14, 4; Philo, vit. Moys. i. § 36; with χρηστότης, Herodian, 5,1, 12 (6 edition Bekker). Cf. Plato, defin., p. 412b. Aristotle, eth. Nic. 5,10. (SYNONYMS: ἐπιείκεια, πραότης: "πραότης magis ad animum ἐπιείκεια vero magis ad exteriorem conversationem pertinet (Estius on πραότης virtus magis absoluta; ἐπιείκεια magis refertur ad alios (Bengel, ibid.). See at length Trench, § xliii.]
Greek Monolingual
η (AM ἐπιείκεια) επιεικής
συγκαταβατικότητα, μετριοπάθεια, κρίση ή τιμωρία με ηπιότητα («ζητώ την επιείκεια του δικαστηρίου», «παρακαλῶ ἀκοῦσαί σε ἡμῶν συντόμως τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
1. τήρηση του μέτρου, σύνεση
2. καλοσύνη, αγαθότητα
αρχ.
1. το λογικό, το εύλογο («λόγος ἔχει ἐπιείκειάν τινα»)
2. (για πρόσ.) ευθύτητα στη συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον («ἡ ἐπιείκεια πρὸς τοὺς μέλλοντας ἐπιτηδείους», Θουκ.)
3. προσωποπ. θεότητα της επιείκειας («το γε τῆς Ἐπιεικείας ἱερόν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπιείκεια: ἡ (ἐπιεικής), λογικότητα, εντιμότητα, ισονομία, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· γλυκύτητα, καλοσύνη, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιείκεια: ἡ
1) милость, тж. благожелательность или доброта, кротость Thuc., Plat., Arst., Plut.;
2) нравственная чистота, порядочность Lys.