στρωμνή: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στρωμνή -ῆς, ἡ, Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed.
|elnltext=στρωμνή -ῆς, ἡ, Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρωμνή]], ἡ,<br />a bed [[spread]] or [[prepared]]; [[generally]], a bed, [[couch]], Pind., Aesch., etc.: a [[mattress]], [[bedding]], Xen.; στρ. [[ἄφθιτος]], of the [[golden]] [[fleece]], Pind. [from [[στρώτης]]
}}
}}

Revision as of 13:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωμνή Medium diacritics: στρωμνή Low diacritics: στρωμνή Capitals: ΣΤΡΩΜΝΗ
Transliteration A: strōmnḗ Transliteration B: strōmnē Transliteration C: stromni Beta Code: strwmnh/

English (LSJ)

Aeol. -α, Dor. -ά, ἡ,

   A bed spread or prepared: generally, bed, couch, Sapph.Supp.23.21, Pi.P.1.28, A.Ch.671, E.Ph.421, Th.8.81, X.Smp.4.38, etc.; mattress, bedding, Id.Mem.2.1.30, Pl.Prt. 321a, Sor.1.85, Gal.6.44, 16.568; σ. ἄφθιτος, of the golden fleece, Pi.P.4.230; στρωνύτω στρωμνάς, of the lectisternium, SIG589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. 1106.95 (Cos, iv/iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 957] ἡ, das gebreitete oder bereitete Lager; ἀπὸ στρωμνᾶς ὀρούει, Pind. N. 1, 50; ἄφθιτος, vom goldenen Vließ, P. 4, 230; Aesch. Ch. 660; Eur. Phoen. 424; Thuc. 8, 81; Plat. Prot. 322 a u. öfter, Xen. Cyr. 8, 3, 36; οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας παρασκευάζεις, Mem. 2, 1, 30.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμνή: ἡ, ἐστρωμένη κλίνη ἢ παρεσκευασμένη· καθόλου, κλίνη, ἀνάκλιντρον, Πινδ. Π. 1. 54, κτλ., καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Χο. 671, Εὐρ. Φοίν. 421, Θουκ. 8. 81, Ξεν. Συμπ. 4. 38· στρῶμα, στρώματα καὶ σκεπάσματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 30· στρ. ἄφθιτος, ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ δέρματος, Πινδ. Π. 4. 410.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 lit étendu, couche;
2 couverture de lit.
Étymologie: στρώννυμι.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α
1. στρωμένη κλίνη
2. κλίνη, ανάκλιντρο
3. καθετί που στρώνει κανείς σε κρεβάτι ή σε δάπεδο προκειμένου να κοιμηθεί πάνω σε αυτό, στρώμα
νεοελλ.
παχύ στρώμα από φυτικές ουσίες, λ.χ. άχυρο, πάνω στο οποίο κατακλίνονται τα ζώα, στρωματιά
αρχ.
φρ. α) (στην ποίηση) «στρωμνὴ ἄφθιτος» — το χρυσόμαλλο δέρας (Πίνδ.)
β) «στρωνύτω στρωμνάς» — στρώση ιερής κλίνης και, ειδικότερα, εορτή τών Ρωμαίων κατά την οποία θυσίαζαν σε διακοσμημένες στρωμνές τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. -στρω-μαι) με επίθημα -μνη (πρβλ. λί-μνη, πλή-μνη)].

Greek Monotonic

στρωμνή: ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο κρεβάτι· γενικά, κρεβάτι, ανάκλιντρο, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στρώμα, κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ ἄφθιτος, λέγεται για το χρυσόμαλλο δέρας, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

στρωμνή: дор. στρωμνά (ᾱ) ἡ
1) постель, ложе Pind., Aesch., Thuc., Xen., Eur.;
2) покрывало Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρωμνή -ῆς, ἡ, Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed.

Middle Liddell

στρωμνή, ἡ,
a bed spread or prepared; generally, a bed, couch, Pind., Aesch., etc.: a mattress, bedding, Xen.; στρ. ἄφθιτος, of the golden fleece, Pind. [from στρώτης