ὀξύπεινος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀξύπεινος:''' <b class="num">1)</b> томимый мучительным голодом Arst.;<br /><b class="num">2)</b> перен. жаждущий (πρὸς τοὺς λόγους Plut.).
|elrutext='''ὀξύπεινος:''' <b class="num">1)</b> томимый мучительным голодом Arst.;<br /><b class="num">2)</b> перен. жаждущий (πρὸς τοὺς λόγους Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀξύ-πεινος, ον, [[πεῖνα]]<br />[[ravenously]] [[hungry]], Cic.
}}
}}

Revision as of 15:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπεινος Medium diacritics: ὀξύπεινος Low diacritics: οξύπεινος Capitals: ΟΞΥΠΕΙΝΟΣ
Transliteration A: oxýpeinos Transliteration B: oxypeinos Transliteration C: oksypeinos Beta Code: o)cu/peinos

English (LSJ)

ον,

   A ravenously hungry, ravenous, greedy, of the eagle, Arist.HA619b29 ; of persons, Antiph.276, Eub.10.4 : metaph., πρὸς τοὺς λόγους ὀ. Plu.2.512f, cf. Cic.Att.2.12.2 :—later ὀξῠ-πείνης, ου, ὁ, of one who eats between meals, Anon.in EN182.9 ; τένθης λέγεται ὁ ὀ. καὶ προτένθης Procl.ad Hes.Op.522.

German (Pape)

[Seite 353] heißhungerig, gefräßig; Demonic. com. bei Ath. IX, 410 d u. a. Comic. bei Ath. II, 47 b; Arist. H. A. 9, 34; πρὸς τοὺς λόγους, Plut. de garrul. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπεινος: -ον, ὁ σφόδρα πεινῶν, πειναλέος, ἀδηφάγος, λαίμαργος, ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 3· ἐπὶ προσώπων, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 20, Εὔβουλ. ἐν «Ἀντιόπῃ» 2· ― μεταφορ., πρὸς τοὺς λόγους ὀξ. Πλούτ. 2. 512F, πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 12, 2· ― μεταγεν., ὀξυπείνης, ου, ὁ, Φιλῆς π. Ζῴων 3. 8, Πρόκλ., κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une faim aiguë : πρός τι affamé de qch.
Étymologie: ὀξύς, πεῖνα.

Greek Monolingual

ὀξύπεινος, -ον (Α)
1. (για αετό) αυτός που πεινάει πολύ, αδηφάγος, λαίμαργος
2. (για πρόσ.) πειναλέος
3. μτφ. αυτός που αισθάνεται μεγάλη επιθυμία για κάτι («πρὸς τοὺς λόγους ὀξύπεινος», Πλούτ.).
επίρρ...
ὀξυπείνως (Α)
με μεγάλη πείνα, με λαιμαργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πεινος (< πείνα)].

Greek Monotonic

ὀξύπεινος: -ον (πεῖνα), πάρα πολύ πεινασμένος, αυτός που λιμοκτονεί, αχόρταγος, σε Κικ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύπεινος: 1) томимый мучительным голодом Arst.;
2) перен. жаждущий (πρὸς τοὺς λόγους Plut.).

Middle Liddell

ὀξύ-πεινος, ον, πεῖνα
ravenously hungry, Cic.