κάπηλος: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">handler, tavern-keeper</b> (IA.; on the meaning cf. on <b class="b3">ἔμπορος</b>);<br />Derivatives: Sec. adj. = <b class="b3">καπηλικός</b> (A., Com. Adesp., D. H.). Fem. <b class="b3">καπηλίς</b> <b class="b2">fem. merchant, tavern-keepster</b> (Com., pap.), <b class="b3">καπήλισσα</b> (sch.); <b class="b3">καπηλεῖον</b> [[shop]], [[tavern]] (Att.); <b class="b3">καπηλικός</b> <b class="b2">belonging to a κάπηλος</b> (Pl., Arist.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 120); <b class="b3">καπηλεύω</b> <b class="b2">drive a pretty trade</b> (IA.) with <b class="b3">καπηλεία</b> <b class="b2">pretty trade</b> (Pl., Arist.) and <b class="b3">καπηλευτικός</b> = <b class="b3">καπηλικός</b> (Ph Lg. 842d)<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: One considers derivation from <b class="b3">κάπη</b> [[crib]], [[manger]], assuming that the word could mean [[chest]] ("who sells from a chest"; diff. Prellwitz and H.). It could also be a loan; for which one compares Lat. [[caupō]] [[innkeeper]] etc. S. W.-Hofmann s. v. Fur. 257 considers Hitt. [[happar]] [[purchase]], [[price]]. As there is no etym., the word will be Pre-Greek; the suffix occurs in Pre-Greek (Fur. 115). | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">handler, tavern-keeper</b> (IA.; on the meaning cf. on <b class="b3">ἔμπορος</b>);<br />Derivatives: Sec. adj. = <b class="b3">καπηλικός</b> (A., Com. Adesp., D. H.). Fem. <b class="b3">καπηλίς</b> <b class="b2">fem. merchant, tavern-keepster</b> (Com., pap.), <b class="b3">καπήλισσα</b> (sch.); <b class="b3">καπηλεῖον</b> [[shop]], [[tavern]] (Att.); <b class="b3">καπηλικός</b> <b class="b2">belonging to a κάπηλος</b> (Pl., Arist.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 120); <b class="b3">καπηλεύω</b> <b class="b2">drive a pretty trade</b> (IA.) with <b class="b3">καπηλεία</b> <b class="b2">pretty trade</b> (Pl., Arist.) and <b class="b3">καπηλευτικός</b> = <b class="b3">καπηλικός</b> (Ph Lg. 842d)<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: One considers derivation from <b class="b3">κάπη</b> [[crib]], [[manger]], assuming that the word could mean [[chest]] ("who sells from a chest"; diff. Prellwitz and H.). It could also be a loan; for which one compares Lat. [[caupō]] [[innkeeper]] etc. S. W.-Hofmann s. v. Fur. 257 considers Hitt. [[happar]] [[purchase]], [[price]]. As there is no etym., the word will be Pre-Greek; the suffix occurs in Pre-Greek (Fur. 115). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=![[κάπηλος]], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> a [[retail]]-[[dealer]], [[huckster]], [[hawker]], peddlar, higgler, Lat. [[institor]], Hdt., [[attic]]; opp. to the [[merchant]] (ἔμποροσ), Xen., etc.; applied to [[Darius]] [[because]] of his [[finance]]-regulations, Hdt.:— κ. ἀσπίδων, ὅπλων a [[dealer]] in . . , Ar.<br /><b class="num">2.</b> a [[tavern]]-[[keeper]], [[publican]], Lat. [[caupo]], Ar., etc.<br /><b class="num">3.</b> metaph., κ. πονηρίας a [[dealer]] in [[petty]] [[roguery]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:45, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ(also ἡ, AP9.180 (Pall.)),
A retail-dealer, huckster, Hdt. 1.94, 2.141, Sophr.1, etc.; opp. ἔμπορος, Lys.22.21, X.Cyr.4.5.42, Pl.R.371d, Prt.314a; also opp. the producer (αὐτοπώλης), Id.Sph. 231d, Plt.260c; applied to Darius, Hdt.3.89; κ. ἀσπίδων, ὅπλων, a dealer in... Ar.Pax447, 1209. 2 esp. tavern-keeper, Ar.Th.347, Lys.Fr.1, PMagd.26.2 (iii B.C.), PTeb.612(i/ii A. D.), Luc.Herm.58, etc. 3 metaph., κ. πονηρίας dealer in pettyroguery, D.25.46. II as Adj., ος, ον, = καπηλικός, βίος D.H.9.25; esp. cheating, knavish, κ. προσφέρων τεχνήματα A.Fr.322; κ. φρόνημα Com.Adesp.867.
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ (vgl. κάπη, κάπτω), eigtl. der mit Lebensmitteln handelt, Plat. Prot. 314 a σιτία καὶ ποτὰ πριάμενον παρὰ τοῦ καπήλου καὶ ἐμπόρου; übh. jeder Kleinhändler, Krämer, Ar. Av. 1292 Th. 347; der die von einem andern Kaufmann entnommenen Waaren im Lande, in der Stadt im Einzelnen verkauft; im Ggstz zum Großhändler, ἔμπορος, Lys. 22, 21; Xen. Cyr. 4, 3, 42; vgl. αὐτοπώλης. Sie hatten als Höker auf dem Markte Waaren feil, Plat. Rep. II, 371 d; Her. vrbdt 2, 141 κάπηλοι καὶ χειρώνακτες καὶ ἀγοραῖοι. Auch mit besonderen Bestimmungen, ἀσπίδων, ὅπλων, Ar. Pax 439. 1175. Bes. Weinschenker, auch wohl Weinverfälscher, οἱ τὸν οἶνον κεραννύντες B. A. p. 102, 16; Poll. 7, 193; Luc. Hermotim. 58. Auch übertr., πονηρίας Dem. 25, 45. – Adj., βίος, Hökerleben, D. Hal. 9, 25. – Weil diese Kleinhändler als Betrüger u. Wucherer verrufen waren, wird κάπηλος auch adj. für betrügerisch od. verfälscht gebraucht, κάπηλα προσφέρων τεχνήματα Aesch. frg. 339; κάπηλον φρόνημα erkl. Phryn. in B. A. 49 παλίμβολον καὶ οὐχ ὑγιές. – Bei Schol. Ar. Ach. 267, wo φέψαλος durch κάπηλος erklärt wird, muß καπνεῖον od. Aehnliches geändert werden.
Greek (Liddell-Scott)
κάπηλος: ὁ, μικρέμπορος, λιανοπωλητής, μεταπράτης, Λατ. propola, institor, Ἡρόδ. 1. 94., 2. 141, καὶ Ἀττ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἔμπορον, Λυσ. 166. 17, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42, Πλάτ. Πολ. 371D, Πρωτ. 314Α· ἢ πρὸς τὸν παράγοντα τὸ πωλούμενον (τὸν αὐτοπώλην), ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 231D. Πολιτικ. 260D· λέγεται ἐπὶ τοῦ Δαρείου διὰ τὰς αὐστηρὰς αὐτοῦ οίκονομικὰς διακανονίσεις, Ἡρόδ. 3. 89: - κάπηλος ἀσπίδων, ὅπλων Ἀριστοφ. Εἰρ. 477, 1209· οὕτω δὲ καὶ ἐν συνθέσει, ἀνδραποδο-, βιβλιο-, ἱματιο-, σιτο-κάπηλος. 2) ἰδίως ὁ διατηρῶν καπηλεῖον, Λατ. caupo, Ἀριστοφ. Θεσμ. 347, Λυσ. Ἀποσπ. 3, Λονκ., κλ. 3) μεταφορ. κ. πονηρίας, ὁ μεταχειριζόμενος δόλους, Δημ. 784. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κάπηλος, ον = καπηλικός, κάπηλος βίος Διον. Ἁλ. 9. 25· ἰδίως, ἐξαπατῶν, δόλιος πανοῦργος, κ. προσφέρων τεχνήματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338. «κάπηλον φρόνημα: παλίμβουλον καὶ οὐχ ὑγιές, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν καπήλων τῶν μὴ πιπρασκόντων εἰλικρινῆ καὶ ἀκέραια τὰ ὤνια» Α. Β. 49. (κάπηλος, καπηλὶς = Λατ. caupo, copa: - Γοτθ. kaupôn, Ἀρχ. Σκανδ. kaupa, Ἀρχ Ὑψηλ. Γερμ. koufan, kaufon, Ἀγγλο-Σαξον. ceapian, τὰ δὲ Ἀγγλικὰ chaffer, cheap, Chipping, chap-man, horse-couper, κτλ. φαίνεται ὅτι παρελήφθησαν ἐκ τῆς Λατ.· διότι τὸ Ἑλλ. κ (c) ἔπρεπε νὰ ἐκφέρηται διὰ τοῦ Τευτον. k ἢ g).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui vend en détail ; petit marchand, brocanteur ; fig., en mauv. part, qui trafique de qch;
2 débitant de vin, cabaretier.
Étymologie: DELG soit de κάπη, soit emprunt.
Greek Monolingual
(I)
ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ)
1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.)
2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με ιδιοτέλεια («εἰ δὲ κάπηλός ἐστιν πονηρίας», Δημοσθ.)
νεοελλ.
αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλή ιδέα ή αίσθημα, ο καπηλευτής
αρχ.
μικρέμπορος, μικροπωλητής («πωλεῑν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει ἕκαστος πράσιμον», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παράγεται πιθ. από το ουσ. κάπη «κουτί», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνειο, όπως και το λατ. caupō, -onis «κάπηλος». Στην Αρχαία Ελληνική ο τ. χρησιμοποιούνταν και ως επίθ. με σημ. «καπηλικός». Η λ. ήδη στην Αρχαία έχει προσλάβει κακόσημη έννοια, χρησιμοποιούμενη και με την αρχ. σημ. «ταβερνιάρης, οινοπώλης».
ΠΑΡ. καπηλειό (-εῖον), καπηλικός
αρχ.
καπήλιον
αρχ.-μσν.
καπηλίς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καπηλοτριβώ. (Β' συνθετικό) βιβλιοκάπηλος
αρχ.
ακάπηλος, ανδραποδοκάπηλος, ανδροκάπηλος, αρτοκάπηλος, βουκάπηλος, ελαιοκάπηλος, ιματιοκάπηλος, οινοκάπηλος, οπωροκάπηλος, ορνιθοκάπηλος, παλιγκάπηλος, πολιτοκάπηλος, προβατοκάπηλος, σιτοκάπηλος, σωματοκάπηλος, υποκάπηλος, χριστοκάπηλος
νεοελλ.
αρχαιοκάπηλος, γλωσσοκάπηλος, εθνοκάπηλος, εργατοκάπηλος, θεοκάπηλος, πατριδοκάπηλος, πολεμοκάπηλος].
(II)
κάπηλος, -ον (Α)
καπηλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάπηλος (Ι)].
Greek Monotonic
κάπηλος: ὁ,
1. μικροέμπορος, μεταπωλητής, γυρολόγος, πλανόδιος έμπορος, πωλητής του δρόμου, πραματευτής, άνθρωπος που κάνει παζάρια, Λατ. institor, σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το ἔμπορος, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για το Δαρείο και για τις αυστηρές οικονομικές του ρυθμίσεις, σε Ηρόδ.· κ. ἀσπίδων, ὅπλων, προμηθευτής σε..., σε Αριστοφ.
2. ιδιοκτήτης καπηλειού, ταβερνιάρης, οινοπώλης, πανδοχέας, Λατ. caupo, στον ίδ. κ.λπ.
3. μεταφ., κ. πονηρίας, αυτός που μεταχειρίζεται δόλους, πανούργος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κάπηλος: I (ᾰ) ὁ
1) мелкий торговец, лавочник, торговец в разнос (κάπηλοι καὶ χειρώνακτες καὶ ἀγοραῖοι Her.; πρίασθαί τι παρὰ τοῦ καπήλου καὶ ἐμπόρου Plat.);
2) трактирщик, кабатчик Arph., Lys., Luc.;
3) торгаш, плут, мошенник Her., Dem.
торгашеский, плутовской, мошеннический (τεχνήματα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάπηλος -ου, ὁ [~ κάπη?] winkelier, kleine handelaar:; σιτία καὶ ποτὰ πριάμενον παρὰ τοῦ καπήλου wanneer je eetwaren of drank van de winkelier koopt Plat. Prot. 314a; kroegbaas.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: handler, tavern-keeper (IA.; on the meaning cf. on ἔμπορος);
Derivatives: Sec. adj. = καπηλικός (A., Com. Adesp., D. H.). Fem. καπηλίς fem. merchant, tavern-keepster (Com., pap.), καπήλισσα (sch.); καπηλεῖον shop, tavern (Att.); καπηλικός belonging to a κάπηλος (Pl., Arist.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 120); καπηλεύω drive a pretty trade (IA.) with καπηλεία pretty trade (Pl., Arist.) and καπηλευτικός = καπηλικός (Ph Lg. 842d)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: One considers derivation from κάπη crib, manger, assuming that the word could mean chest ("who sells from a chest"; diff. Prellwitz and H.). It could also be a loan; for which one compares Lat. caupō innkeeper etc. S. W.-Hofmann s. v. Fur. 257 considers Hitt. happar purchase, price. As there is no etym., the word will be Pre-Greek; the suffix occurs in Pre-Greek (Fur. 115).
Middle Liddell
!κάπηλος, ὁ,
1. a retail-dealer, huckster, hawker, peddlar, higgler, Lat. institor, Hdt., attic; opp. to the merchant (ἔμποροσ), Xen., etc.; applied to Darius because of his finance-regulations, Hdt.:— κ. ἀσπίδων, ὅπλων a dealer in . . , Ar.
2. a tavern-keeper, publican, Lat. caupo, Ar., etc.
3. metaph., κ. πονηρίας a dealer in petty roguery, Dem.