εὔμορφος: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(1ab) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο και ἔμορφος, -η, -ο και ὄμορφος, -η, -ο (ΑΜ [[εὔμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[μορφή]], [[ωραίος]], [[καλοκαμωμένος]] («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται [[χάρις]] ἀνδρί» — η [[χάρη]] τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, [[είναι]] [[μισητή]] στον άνδρα [ο [[οποίος]] επιθυμεί τη ζωντανή [[γυναίκα]]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) όμορφος, [[ευπρεπής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[θαυμαστός]], [[αξιοθαύμαστος]] («δὸς δ' ἔπ' εὔμορφον [[κράτος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[ευχάριστος]], [[θελκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔμορφον</i><br />ο [[καλός]] [[τρόπος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὄμορφα</i><br />η [[ομορφιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμόρφως</i> και <i>εύμορφα</i> και <i>όμορφα</i> (ΑΜ εὐμόρφως, Μ και εὔμορφα)<br />με όμορφο τρόπο, χαριτωμένα, ωραία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>μορφος</i>. Το επίθ. χαρακτηρίζει [[κυρίως]] τη σωματική [[ομορφιά]] (<b>[[πρβλ]].</b> και τα σύνθ. <i>ευμορφ</i>-[[άνθρωπος]], <i>ευμορφο</i>-[[γυναίκα]]), ενώ τα [[ωραίος]] και [[καλός]] έχουν γενικότερη [[σημασία]]. Συγγενέστερο σημασιολογικά το <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>, που αναφέρεται [[κυρίως]] στη γυναικεία [[ομορφιά]]. Από τον τ. [[εύμορφος]] > μσν. [[έμμορφος]] (με [[αφομοίωση]]) ή [[έμορφος]] (με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>vm</i>- σε -<i>m</i>-) > <i>όμορφος</i> [[είτε]] από το [[άρθρο]] ( | |mltxt=-η, -ο και ἔμορφος, -η, -ο και ὄμορφος, -η, -ο (ΑΜ [[εὔμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[μορφή]], [[ωραίος]], [[καλοκαμωμένος]] («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται [[χάρις]] ἀνδρί» — η [[χάρη]] τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, [[είναι]] [[μισητή]] στον άνδρα [ο [[οποίος]] επιθυμεί τη ζωντανή [[γυναίκα]]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) όμορφος, [[ευπρεπής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[θαυμαστός]], [[αξιοθαύμαστος]] («δὸς δ' ἔπ' εὔμορφον [[κράτος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[ευχάριστος]], [[θελκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔμορφον</i><br />ο [[καλός]] [[τρόπος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὄμορφα</i><br />η [[ομορφιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμόρφως</i> και <i>εύμορφα</i> και <i>όμορφα</i> (ΑΜ εὐμόρφως, Μ και εὔμορφα)<br />με όμορφο τρόπο, χαριτωμένα, ωραία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>μορφος</i>. Το επίθ. χαρακτηρίζει [[κυρίως]] τη σωματική [[ομορφιά]] (<b>[[πρβλ]].</b> και τα σύνθ. <i>ευμορφ</i>-[[άνθρωπος]], <i>ευμορφο</i>-[[γυναίκα]]), ενώ τα [[ωραίος]] και [[καλός]] έχουν γενικότερη [[σημασία]]. Συγγενέστερο σημασιολογικά το <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>, που αναφέρεται [[κυρίως]] στη γυναικεία [[ομορφιά]]. Από τον τ. [[εύμορφος]] > μσν. [[έμμορφος]] (με [[αφομοίωση]]) ή [[έμορφος]] (με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>vm</i>- σε -<i>m</i>-) > <i>όμορφος</i> [[είτε]] από το [[άρθρο]] (ο [[έμορφος]]) ή με (προληπτική) [[αφομοίωση]] του <i>ε</i> σε <i>ο</i> [[κατά]] τα ακολουθούντα <i>ο</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A fair of form, comely, goodly, Sapph.76 (Comp.), Hdt. 1.196, A.Ag.416, 454 (both lyr.); σῶμα . . εὔ. ἰδεῖν S.Fr.88.10: γαμεταί, ἀνδράποδα, D.H.11.2, Ph.2.478 (Sup.): metaph., εὔ.κράτος A.Ch. 490.
German (Pape)
[Seite 1081] schöngestaltet, κολοσσοί Aesch. Ag. 405, öfter; παρθένων εὐμόρφοις χλιδαῖσιν Suppl. 981; σῶμα Soph. frg. 109; Sapph. bei Hephaest. p. 64. In Prosa erst Sp., dah. es die Atticisten für hellenistisch erkl.; μειράκια Pol. 31, 24, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμορφος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὡραίαν μορφήν, ὡραῖος, Σαπφὼ 78, Ἡρόδ. 1. 196, Αἰσχύλ. Ἀγ. 416, 454· σῶμα εὔμορφον ἰδεῖν Σοφ. Ἀποσπ. 109. 10· μεταφ., εὔμ. κράτος Αἰσχύλ. Χο. 490.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de belle forme, beau, noble.
Étymologie: εὖ, μορφή.
Ant. δύσμορφος, ἄμορφος.
Greek Monolingual
-η, -ο και ἔμορφος, -η, -ο και ὄμορφος, -η, -ο (ΑΜ εὔμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» — η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη ζωντανή γυναίκα], Αισχύλ.)
2. (γενικά) όμορφος, ευπρεπής
3. μτφ. θαυμαστός, αξιοθαύμαστος («δὸς δ' ἔπ' εὔμορφον κράτος», Αισχύλ.)
4. μτφ. ταιριαστός, κατάλληλος
5. μτφ. ευχάριστος, θελκτικός
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔμορφον
ο καλός τρόπος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὄμορφα
η ομορφιά.
επίρρ...
ευμόρφως και εύμορφα και όμορφα (ΑΜ εὐμόρφως, Μ και εὔμορφα)
με όμορφο τρόπο, χαριτωμένα, ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ά-μορφος, ποικιλό-μορφος. Το επίθ. χαρακτηρίζει κυρίως τη σωματική ομορφιά (πρβλ. και τα σύνθ. ευμορφ-άνθρωπος, ευμορφο-γυναίκα), ενώ τα ωραίος και καλός έχουν γενικότερη σημασία. Συγγενέστερο σημασιολογικά το ευ-ειδής, που αναφέρεται κυρίως στη γυναικεία ομορφιά. Από τον τ. εύμορφος > μσν. έμμορφος (με αφομοίωση) ή έμορφος (με απλοποίηση του συμπλέγματος -vm- σε -m-) > όμορφος είτε από το άρθρο (ο έμορφος) ή με (προληπτική) αφομοίωση του ε σε ο κατά τα ακολουθούντα ο].
Greek Monotonic
εὔμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει ωραία μορφή, κομψός, χαριτωμένος, όμορφος, εμφανίσιμος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὔμορφος:
1) красивый, прекрасный, изящный (παρθένος Her.; σῶμα Soph.; γυνή Plut.);
2) величественный, великолепный, славный (κράτος Aesch.).
Middle Liddell
εὔ-μορφος, ον μορφή
fair of form, comely, goodly, Hdt., Aesch.