ιστορικός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(18)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἱστορικός]], -ή, -όν) [[ιστορία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ιστορία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιστορικός]]<br />[[μελετητής]] της ιστορίας και [[συγγραφέας]] σχετικού έργου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην ιστορική [[πραγματικότητα]], ο [[πραγματικός]], ο [[αληθινός]] («τα πρόσωπα του δράματος [[είναι]] ιστορικά»)<br /><b>2.</b> αυτός που παρουσιάζει ή εξετάζει το [[αντικείμενο]] του από την [[άποψη]] της εξέλιξης του («εξετάζει τα πράγματα [[κατά]] τρόπο ιστορικό»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιστορικός]]<br />ο [[καθηγητής]] του μαθήματος της ιστορίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιστορικό</i><br />α) η [[μορφή]] με την οποία συνέβη ή εξελίχθηκε κάποιο [[γεγονός]] ή [[ζήτημα]], [[έκθεση]] γεγονότων με τη [[μορφή]] που έγιναν<br />β) <b>ιατρ.</b> η [[μορφή]] της εξέλιξης μιας ασθένειας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ιστορικοί χρόνοι»<br />i) οι χρόνοι για τα γεγονότα τών οποίων υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες ή άλλα τεκμήρια, σε [[αντιδιαστολή]] με τους μυθικούς χρόνους<br />ii) <b>γραμμ.</b> οι χρόνοι που δηλώνουν ότι η [[δράση]] του υποκειμένου ανάγεται στο [[παρελθόν]]<br />β) «[[ιστορικός]] [[ενεστώς]]» — ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται [[αντί]] αορίστου, [[δηλαδή]] για γεγονότα αναφερόμενα στο [[παρελθόν]]<br />γ) «ιστορικό [[μουσείο]]» — το [[μουσείο]] στο οποίο εκτίθενται αντικείμενα που έχουν [[σχέση]] με την [[ιστορία]] του τόπου ή αναπαριστούν [[σειρά]] γεγονότων<br />δ) «ιστορικό [[δράμα]]» και «ιστορικό [[μυθιστόρημα]]» — το [[δράμα]] ή το [[μυθιστόρημα]] του οποίου η [[υπόθεση]] έχει ληφθεί από πραγματικά γεγονότα<br />ε) «ιστορική [[γραφή]]» — η [[ορθογραφία]] που έχει παραδοθεί από τα [[κείμενα]]<br />στ) «[[ιστορικός]] [[υλισμός]]» — η [[εφαρμογή]] τών αρχών του διαλεκτικού υλισμού στη [[μελέτη]] της κοινωνίας και η αντίστοιχη [[θεωρία]], [[κατά]] την οποία η [[εξέλιξη]] τών τρόπων παραγωγής τών υλικών αγαθών [[είναι]] η κύρια [[δύναμη]] που καθορίζει την [[εξέλιξη]] της ζωής της κοινωνίας και την [[εξέλιξη]] της ιστορίας ζ) «ιστορικό [[κόστος]]» — το πραγματικό [[κόστος]] που προκύπτει από τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν, υπολογιζόμενες στην πραγματική τους [[τιμή]] ή στην [[τιμή]] της αντικατάστασής τους<br />(νεοελλ.- μσν.) πολύ [[σημαντικός]], [[αξιομνημόνευτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[επιτήδειος]] στη ζωγραφική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έρευνα]], στην [[εξέταση]], ο [[επιστημονικός]], ο [[ακριβής]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] καλά πληροφορημένος για [[κάτι]], ο [[γνώστης]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱστορικόν</i><br />η [[ιστορία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιστορικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ ἱστορικῶς)<br />με τρόπο ιστορικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />επιστημονικά, με [[ακρίβεια]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἱστορικός]], -ή, -όν) [[ιστορία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ιστορία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ιστορικός]]<br />[[μελετητής]] της ιστορίας και [[συγγραφέας]] σχετικού έργου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην ιστορική [[πραγματικότητα]], ο [[πραγματικός]], ο [[αληθινός]] («τα πρόσωπα του δράματος [[είναι]] ιστορικά»)<br /><b>2.</b> αυτός που παρουσιάζει ή εξετάζει το [[αντικείμενο]] του από την [[άποψη]] της εξέλιξης του («εξετάζει τα πράγματα [[κατά]] τρόπο ιστορικό»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ιστορικός]]<br />ο [[καθηγητής]] του μαθήματος της ιστορίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιστορικό</i><br />α) η [[μορφή]] με την οποία συνέβη ή εξελίχθηκε κάποιο [[γεγονός]] ή [[ζήτημα]], [[έκθεση]] γεγονότων με τη [[μορφή]] που έγιναν<br />β) <b>ιατρ.</b> η [[μορφή]] της εξέλιξης μιας ασθένειας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ιστορικοί χρόνοι»<br />i) οι χρόνοι για τα γεγονότα τών οποίων υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες ή άλλα τεκμήρια, σε [[αντιδιαστολή]] με τους μυθικούς χρόνους<br />ii) <b>γραμμ.</b> οι χρόνοι που δηλώνουν ότι η [[δράση]] του υποκειμένου ανάγεται στο [[παρελθόν]]<br />β) «[[ιστορικός]] [[ενεστώς]]» — ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται [[αντί]] αορίστου, [[δηλαδή]] για γεγονότα αναφερόμενα στο [[παρελθόν]]<br />γ) «ιστορικό [[μουσείο]]» — το [[μουσείο]] στο οποίο εκτίθενται αντικείμενα που έχουν [[σχέση]] με την [[ιστορία]] του τόπου ή αναπαριστούν [[σειρά]] γεγονότων<br />δ) «ιστορικό [[δράμα]]» και «ιστορικό [[μυθιστόρημα]]» — το [[δράμα]] ή το [[μυθιστόρημα]] του οποίου η [[υπόθεση]] έχει ληφθεί από πραγματικά γεγονότα<br />ε) «ιστορική [[γραφή]]» — η [[ορθογραφία]] που έχει παραδοθεί από τα [[κείμενα]]<br />στ) «[[ιστορικός]] [[υλισμός]]» — η [[εφαρμογή]] τών αρχών του διαλεκτικού υλισμού στη [[μελέτη]] της κοινωνίας και η αντίστοιχη [[θεωρία]], [[κατά]] την οποία η [[εξέλιξη]] τών τρόπων παραγωγής τών υλικών αγαθών [[είναι]] η κύρια [[δύναμη]] που καθορίζει την [[εξέλιξη]] της ζωής της κοινωνίας και την [[εξέλιξη]] της ιστορίας ζ) «ιστορικό [[κόστος]]» — το πραγματικό [[κόστος]] που προκύπτει από τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν, υπολογιζόμενες στην πραγματική τους [[τιμή]] ή στην [[τιμή]] της αντικατάστασής τους<br />(νεοελλ.- μσν.) πολύ [[σημαντικός]], [[αξιομνημόνευτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[επιτήδειος]] στη ζωγραφική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έρευνα]], στην [[εξέταση]], ο [[επιστημονικός]], ο [[ακριβής]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] καλά πληροφορημένος για [[κάτι]], ο [[γνώστης]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱστορικόν</i><br />η [[ιστορία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιστορικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ ἱστορικῶς)<br />με τρόπο ιστορικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />επιστημονικά, με [[ακρίβεια]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱστορικός, -ή, -όν) ιστορία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία
2. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός
μελετητής της ιστορίας και συγγραφέας σχετικού έργου
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα, ο πραγματικός, ο αληθινός («τα πρόσωπα του δράματος είναι ιστορικά»)
2. αυτός που παρουσιάζει ή εξετάζει το αντικείμενο του από την άποψη της εξέλιξης του («εξετάζει τα πράγματα κατά τρόπο ιστορικό»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός
ο καθηγητής του μαθήματος της ιστορίας
4. το ουδ. ως ουσ. το ιστορικό
α) η μορφή με την οποία συνέβη ή εξελίχθηκε κάποιο γεγονός ή ζήτημα, έκθεση γεγονότων με τη μορφή που έγιναν
β) ιατρ. η μορφή της εξέλιξης μιας ασθένειας
5. φρ. α) «ιστορικοί χρόνοι»
i) οι χρόνοι για τα γεγονότα τών οποίων υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες ή άλλα τεκμήρια, σε αντιδιαστολή με τους μυθικούς χρόνους
ii) γραμμ. οι χρόνοι που δηλώνουν ότι η δράση του υποκειμένου ανάγεται στο παρελθόν
β) «ιστορικός ενεστώς» — ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται αντί αορίστου, δηλαδή για γεγονότα αναφερόμενα στο παρελθόν
γ) «ιστορικό μουσείο» — το μουσείο στο οποίο εκτίθενται αντικείμενα που έχουν σχέση με την ιστορία του τόπου ή αναπαριστούν σειρά γεγονότων
δ) «ιστορικό δράμα» και «ιστορικό μυθιστόρημα» — το δράμα ή το μυθιστόρημα του οποίου η υπόθεση έχει ληφθεί από πραγματικά γεγονότα
ε) «ιστορική γραφή» — η ορθογραφία που έχει παραδοθεί από τα κείμενα
στ) «ιστορικός υλισμός» — η εφαρμογή τών αρχών του διαλεκτικού υλισμού στη μελέτη της κοινωνίας και η αντίστοιχη θεωρία, κατά την οποία η εξέλιξη τών τρόπων παραγωγής τών υλικών αγαθών είναι η κύρια δύναμη που καθορίζει την εξέλιξη της ζωής της κοινωνίας και την εξέλιξη της ιστορίας ζ) «ιστορικό κόστος» — το πραγματικό κόστος που προκύπτει από τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν, υπολογιζόμενες στην πραγματική τους τιμή ή στην τιμή της αντικατάστασής τους
(νεοελλ.- μσν.) πολύ σημαντικός, αξιομνημόνευτος
μσν.
επιτήδειος στη ζωγραφική
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έρευνα, στην εξέταση, ο επιστημονικός, ο ακριβής
2. αυτός που είναι καλά πληροφορημένος για κάτι, ο γνώστης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱστορικόν
η ιστορία.
επίρρ...
ιστορικώς και -ά (ΑΜ ἱστορικῶς)
με τρόπο ιστορικό
μσν.-αρχ.
επιστημονικά, με ακρίβεια.