σίαλος: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(1b) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=σίᾰλος, ὁ,<br />a fat hog, with or without σῦς, Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 20 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A fat hog, Il.21.363, Od.2.300, 20.163, Q.S.11.170; also σῦς σ. Il.9.208, Od.14.41,81, etc., where σίαλος is the specific Subst., added as in ἴρηξ κίρκος, σῦς κάπρος, etc.:—also in Prose, Thphr. ap. Porph.Abst.2.25. 2 fat, grease, Hp.Acut. (Sp.) 37 codd. MV, but λάσιον is prob. to be restored fr. Erot. and Gal. II = σίαλον, EM712.3.
German (Pape)
[Seite 877] ὁ, ein fettes, gemästetes Schwein, ein Mastschwein; Il. 21, 363 Od. 2, 300. 10, 390. 14, 19. 20, 163; auch σῦς σίαλος, Il. 9, 208 Od 14, 41. 81. 17, 181. 20, 251. Uebh. Schwein, Qu. Sm. 11, 170. – Fett, Schmalz, Hippocr. – Uebertr., ein Dummkopf, nach Hesych. auch σιαλίς, weil die Alten meinten, zu große Fettigkeit schade der Geisteskraft (vgl. pingue ingenium u. dgl.). Andere wollten diese Bdtg von σίαλον ableiten; nach E. M. σιαλίζει μὲν τὰ βρέφη καὶ οἱ ὑπεργηράσαντες, οὓς ἀναισθήτους λέγο υσιν. – Auch = σίαλον, wo es nach Suid. σιαλός geschrieben werden soll, aber zw.
Greek (Liddell-Scott)
σίᾰλος: ὁ, παχὺς χοῖρος τρυφερός, Ἰλ. Φ. 363, Ὀδ. Β. 300, Υ. 163· ὡσαύτως, σῦς σίαλος Ἰλ. Ι. 208, Ὀδ. Ξ. 41, 81, κτλ., ― ἔνθα τὸ σίαλος εἶναι τὸ εἰδικώτερον ὄνομα ἐπαγόμενον πρὸς πληρέστερον προσδιορισμόν, ὡς ἐν τοῖς ἀνὴρ βασιλεύς, ἴρηξ, κίρκος, σῦς κάπριος, κτλ. 2) πάχος, λίπος, στέαρ, Ἱππ. 403. 11. ΙΙ. = σίαλον, Ἐτυμολ. Μέγ. 712. 3, Μοῖρις, κλπ. (Ἴδε σίαλον). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίαλοι· εὐτραφεῖς, λιπαροί».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
porc gras, animal ; adj. σῦς σίαλος m. sign.
Étymologie: sorte de dim. de σῦς ; cf. σίαλον.
English (Autenrieth)
fat hog, with and without σῦς.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ
το σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.].
(II)
και σίελος, ὁ, Α
1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι
2. πάχος, λίπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. από τον αμάρτυρο τ. σις (πρβλ. σίκα, λακων. τ. του ὗς «γουρούνι» κατά τον Ησύχ.) με επίθημα -αλoς κατά το πίαλος, άλλον τ. του πιαλέος «παχύς, λιπαρός» (< πῖαρ). Ωστόσο, η σύνδεση της λ. με έναν δευτερεύοντα τ., όπως είναι το πίαλος, γεννά ορισμένες δυσχέρειες. Αντίθετα, η σύνδεσή της με την έννοια του γουρουνιού επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η λ. μαρτυρείται ήδη στην Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. sia2ro, που απαντά σε έναν κατάλογο, σε κάθε γραμμή του οποίου εμφανίζεται το ιδεόγραμμα του γουρουνιού). Γι' αυτό, εξάλλου, δεν θεωρείται πιθανή η σύνδεση της λ. με το σίαλον «σάλιο» (< σίαι με σημ. «φτύνω»). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με το γερμ. pwīnan «αδυνατίζω, εξασθενώ» (< ΙΕ ριζα tui, πρβλ. τήκω «λειώνω») ή με το σλαβ. ty-ti «παχαίνω» (< ΙΕ ρίζα tu-iă «πάχος»). Για τον περιορισμό της σημ. του σίαλος «παχύ γουρούνι» σε «πάχος» πρβλ. γαλλ. veau «μοσχάρι, μοσχαρήσιο δέρμα»].
Greek Monotonic
σίᾰλος: ὁ, παχύς χοίρος, με ή χωρίς το σῦς, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
σίᾰλος: ὁ (тж. σῦς σ.) откормленный боров Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίαλος -ου, ὁ vetgemest varken.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: fat pig, porker, also appositive to σῦς id. (Hom., Q.S., Thphr ap. Porph.) with σιαλ-ώδης porker-like, fat (Hp.), -οῦται τρέφεται H.; also (metaph.) fat, grease (Hp. Acut. [Sp.] 37; cf. bel.).
Other forms: Myc. sia₂ro.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Without convincing etymology. After Kretschmer Glotta 13, 132f. and 27, 24 cross of *σίς swine (cf. σίκα s. σῦς) and πίαλος, the last of which is however only a secondary byform of πιαλέος (s. πῖαρ). Other attempts: to Germ., e.g. OE Þwīnan become weak, die away (IE *tu̯ī- beside tā[[[i]]]- in τήκω; Lidén IF 19, 351 f.); to OCS ty-ti become fat (IE *tu-ia, -ī f. fatness; WP. 1, 706 asking; cf. Bechtel Lex. s.v.). Against the semant. possible identification of σίαλος grease, lard with σίαλον spittle (Lidén l.c.) speaks the primary σίαι πτύσαι; also the hapax σίαλος grease may have arisen through ellipsis of σίαλος fat swine; cf. e.g. Fr. veau calb, also calf (-calf-leather). -- The word will almost certainly be Pre-Greek.
Middle Liddell
σίᾰλος, ὁ,
a fat hog, with or without σῦς, Hom.