ἔριφος: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(1ab) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=ἔρῐφος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a [[young]] [[goat]], kid, Hom.<br /><b class="num">II.</b> ἔριφοι, οἱ, Lat. hoedi, a [[constellation]] ([[rising]] in Oct.) [[which]] brought storms, Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 20 January 2019
English (LSJ)
ὁ (ἡ, Alc.Supp.24.1, GDI5029 (Crete)),
A kid, ἄρνεσσιν..ἢ ἐρίφοισι Il.16.352, cf. 24.262, Od.9.226, Alc. l.c., Orph.Fr.32c, etc. II Ἔριφοι, οἱ, the constellation Haedi, Democr.14, Theoc. 7.53 (cf. Sch. ad loc.), Arat.158, Eratosth.Cat.13, Chio Ep.4.1, Ptol. Alm.7.5, etc.
German (Pape)
[Seite 1031] ὁ, der junge Bock, junge Ziege, Hom. oft, wie folgde Dichter; – οἱ ἔριφοι, das Gestirn, hoedi, Zicklein, dessen Untergang Sturm verkündete, Theocr. 7, 53; Arat. 158; Callim. 48 (VII, 272).
Greek (Liddell-Scott)
ἔρῐφος: ὁ, ὁ νεαρὸς γόνος αἰγός, «κατσικάκι», ἀρνεσσιν… ἢ ἐρίφοισιν Ἰλ. Π. 352, πρβλ. Ω. 262, Ὀδ. Ι. 226 ΙΙ. ἔριφοι, οἱ, Λατ. hoedi, ἀστερισμός τις (οὗ ἡ ἐπιτολὴ τῇ 23 Σεπτεμβρίου καθ’ ἡμᾶς), ὅστις προξενεῖ θυέλλας, ἐφ’ ἑσπερίοις ἐριφοις, «ἐπὶ ἐρίφοις δύνουσι· τοῦτο γὰρ δύναται τὸ ἑσπερίοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 53· ἐπ’ ἐρίφοις, ἐν καιρῷ τρικυμιώδει, Ἄρατ. 158, ἴδε Σχολ. Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chevreau, jeune bouc, animal.
Étymologie: DELG rad. i.-e.
English (Autenrieth)
kid, pl., Od. 9.220.
English (Slater)
ἔρῐφος
1 kid ἐρίφων μεθομηρεον ?Pan. fr. 47.
English (Strong)
perhaps from the same as ἔριον (through the idea of hairiness); a kid or (genitive case) goat: goat, kid.
Greek Monolingual
ο και η (AM ἔριφος)
1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι
2. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κεραμβυκιδών
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι
αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες
2. φρ. «ἐπ’ ἐρίφοις» — με τρικυμία, με καιρό τρικυμιώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. εριφ- ανάγεται σε ΙΕ τ. erbhī- «δορκάς» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. heirp «κατσίκα». Η κατάληξη -ος κατά το έλαφος. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. oroj «αρνί», erinj «νεαρή αγελάδα», το λατ. aries-ětis «κριός» και το ουμβρ. erietu «κριός», η αντιστοιχία όμως δεν είναι πλήρης ούτε στη μορφή ούτε στη σημασία. Πολύ αμφίβολη η σύνδεση με το αρχ. ελλ. ερῖνεός «αγριοσυκιά».
ΠΑΡ. ερίφιο(-ν)
αρχ.
εριφέας, ερίφειος, Ερίφειος, εριφιήματα].
Greek Monotonic
ἔρῐφος: ὁ,
I. νεαρό κατσίκι, αρνάκι, σε Όμηρ.
II. ἔριφοι, οἱ, Λατ. hoedi, αστερισμός που βγαίνει τον Οκτώβριο, προμήνυε κακοκαιρία, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἔρῐφος: ὁ (in crasi ὥριφος) козленок (ἔριφοί τε καὶ ἄρνες Hom.); pl. οἱ Ἔριφοι Theocr., Anth. Козлята (три небольших звезды, в созвездии Возничего, восхождение которых 6-го октября считалось предвестником бурь).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. and f.
Meaning: young he-goat (Il., Crete); in plur. name of a constellation of stars (Demokr., Theoc.; s. Scherer Gestirnnamen 124f.).
Derivatives: Hypocoristic diminutive ἐρίφιον (Athenio Com.) with ἐριφιήματα ἔριφοι. Λάκωνες H. (on the formation Chantraine Formation 178, Schwyzer 523); adj. ἐρίφειος belonging to ἔριφος (Com., X.); Ἐρίφιος surname of Dionysos in Metapontum (Apollod.; cf. on Εἰραφιώτης); ἐριφέας (for *ἐριφίας?) χίμαρος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like ἔλαφος a. o. (s. v.). - Resembles a word for goat, deer, OIr. heirp (< *erbhī?; futher Pok. 326). Much farther is Arm. oroǰ agnus, agna (< *er-oǰ, erinǰ young cow (unclear) and Italic, Lat. aries, -etis, Umbr. erietu arietem. Also in ἐρινεός wild fig an old word for buck has been supposed (s. v.). - See W.-Hofmann s. aries. Cf. Specht Ursprung 156 und 221.
Middle Liddell
ἔρῐφος, ὁ,
I. a young goat, kid, Hom.
II. ἔριφοι, οἱ, Lat. hoedi, a constellation (rising in Oct.) which brought storms, Theocr.