δέομαι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
(1b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 18: Line 18:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[δέομαι]])<br />[[κάνω]] [[δέηση]], [[ικετεύω]], [[προσεύχομαι]] («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] [[κάτι]] («ἐδέοντο βοηθείας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]]<br />(«[[μηδὲ]] δεῑσθαι τοῡ ἀπηγορευμένου» — [[ούτε]] να επιθυμεί το απαγορευμένο)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («ἐμοῡ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῑν, «ἐδεήθη Καίσαρος [[ὅπως]] αὐτὴν ἐάση...»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(μτχ. ενεστ.) <i>οι δεόμενοι</i><br />[[έτσι]] καλούνται από τη [[στάση]] τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών<br /><b>αρχ.</b><br />οι φτωχοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>δέω</i> (Ι)].
|mltxt=(AM [[δέομαι]])<br />[[κάνω]] [[δέηση]], [[ικετεύω]], [[προσεύχομαι]] («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] [[κάτι]] («ἐδέοντο βοηθείας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]]<br />(«[[μηδὲ]] δεῑσθαι τοῦ ἀπηγορευμένου» — [[ούτε]] να επιθυμεί το απαγορευμένο)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («ἐμοῡ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῑν, «ἐδεήθη Καίσαρος [[ὅπως]] αὐτὴν ἐάση...»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(μτχ. ενεστ.) <i>οι δεόμενοι</i><br />[[έτσι]] καλούνται από τη [[στάση]] τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών<br /><b>αρχ.</b><br />οι φτωχοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>δέω</i> (Ι)].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. 2. [[δέω]].
|etymtx=See also: s. 2. [[δέω]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 15 February 2019

German (Pape)

[Seite 547] fürchten, Aesch. Pers. 686 (v. l. δείομαι) c. inf.; es ist wohl δίομαι zu lesen. bitten, bedürfen, s. δέω.

French (Bailly abrégé)

v. δέω¹ et δέω².

English (Slater)

δέομαι
   1 lack c. gen. ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13)

Spanish (DGE)

v. 2 δέω.
δοκῶ Hsch. (prob. f.l. por δέαμαι).

English (Strong)

middle voice of δέω; to beg (as binding oneself), i.e. petition: beseech, pray (to), make request. Compare πυνθάνομαι.

English (Thayer)

(δέος) δέους, τό (δείδω) (from Homer down), fear, awe: μετά εὐλαβείας καί δέους, L T Tr WH. [ SYNONYMS: δέος (apprehension), φόβος (fear): Ammonius under the word δέος says δέος καί φόβος διαφέρει. δέος μέν γάρ ἐστι πολυχρόνιος κακοῦ ὑπόνοια. φόβος δέ ἡ παραυτίκα πτόησις. Plato (Laches, p. 198b.): δέος γάρ εἶναι προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ. Cf. Stallbaum on Plato s Protag., p. 167; Schmidt, chapter 139; and see under the word δειλία.]

Greek Monolingual

(AM δέομαι)
κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)
αρχ.-μσν.
έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας»)
αρχ.
1. επιθυμώ
μηδὲ δεῑσθαι τοῦ ἀπηγορευμένου» — ούτε να επιθυμεί το απαγορευμένο)
2. παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι («ἐμοῡ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῑν, «ἐδεήθη Καίσαρος ὅπως αὐτὴν ἐάση...»)
αρχ.-μσν.
(μτχ. ενεστ.) οι δεόμενοι
έτσι καλούνται από τη στάση τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών
αρχ.
οι φτωχοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέω (Ι)].

Frisk Etymological English

See also: s. 2. δέω.