Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πετρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(c2)
(cc2)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πετρῶδες (from [[πέτρα]] and [[εἶδος]]; [[hence]], [[properly]], 'rocklike,' 'having the [[appearance]] of [[rock]]'), [[rocky]], [[stony]]: τό πετρῶδες and τά πετρώδη, of [[ground]] [[full]] of rocks, [[Sophocles]], [[Plato]], [[Aristotle]], Diodorus 3,45 (44), [[Plutarch]], others.)  
|txtha=πετρῶδες (from [[πέτρα]] and [[εἶδος]]; [[hence]], [[properly]], 'rocklike,' 'having the [[appearance]] of [[rock]]'), [[rocky]], [[stony]]: τό πετρῶδες and τά πετρώδη, of [[ground]] [[full]] of rocks, [[Sophocles]], [[Plato]], [[Aristotle]], Diodorus 3,45 (44), [[Plutarch]], others.)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':petrèdhj 胚特而-哦得士<p>'''詞類次數''':形容詞(4)<p>'''原文字根''':石頭-覺察的<p>'''字義溯源''':石頭似的,石頭地,石頭,石地;由([[πέτρα]])=巖石)與([[εἶδος]])=觀察)組成;其中 ([[πέτρα]])出自([[Πέτρος]])*=石頭),而 ([[εἶδος]])出自([[οἶδα]])*=看見)<p/>'''出現次數''':總共(4);太(2);可(2)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 石頭(2) 太13:5; 太13:20;<p>2) 石頭地(1) 可4:16;<p>3) 石地(1) 可4:5
|sngr='''原文音譯''':petrèdhj 胚特而-哦得士<br />'''詞類次數''':形容詞(4)<br />'''原文字根''':石頭-覺察的<br />'''字義溯源''':石頭似的,石頭地,石頭,石地;由([[πέτρα]])=巖石)與([[εἶδος]])=觀察)組成;其中 ([[πέτρα]])出自([[Πέτρος]])*=石頭),而 ([[εἶδος]])出自([[οἶδα]])*=看見)<br />'''出現次數''':總共(4);太(2);可(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 石頭(2) 太13:5; 太13:20;<br />2) 石頭地(1) 可4:16;<br />3) 石地(1) 可4:5
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρώδης Medium diacritics: πετρώδης Low diacritics: πετρώδης Capitals: ΠΕΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: petrṓdēs Transliteration B: petrōdēs Transliteration C: petrodis Beta Code: petrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like rock or stone, rocky, stony, π. κατῶρυξ, of a grave, S.Ant.774, cf. Porph.Antr.9; of ground, Hp.Aër.1; γεηρὰ καὶ πετρώδη καὶ ἄγρια Pl.R.612a; ἐν τοῖς τραχέσι καὶ πετρώδεσι Arist.HA549b14; τὸ π. BMus.Inscr.3.407.8 (Priene); ἄνθρωποι π. καὶ δενδρώδεις Heraclit.Incred.23; π. κεφαλή Philum.Ven.15.4.

German (Pape)

[Seite 606] ες, felsen-, steinähnlich, felsig, steinig, wie πετραῖος; δεσμός, Soph. Ant. 948, vgl. 770; καὶ γεήρης, Plat. Rep. X, 612 a; Sp., wie N. T., Plut. Sull. 16.

Greek (Liddell-Scott)

πετρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πέτρᾳ, βραχώδης, πετρώδης, ὡς τὸ πετραῖος, πετρώδει... ἐν κατώρυχι, ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ.· 948· ἐπὶ ἐδάφους, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· πετρώδη καὶ ἄγρια Πλάτ. Πολ. 612Α· ἐν τοῖς τραχέσι καὶ πετρώδεσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 pierreux, rocailleux;
2 de pierre, fait en pierres.
Étymologie: πέτρα ou πέτρος, -ωδης.

English (Strong)

from πέτρα and εἶδος; rock-like, i.e. rocky: stony.

English (Thayer)

πετρῶδες (from πέτρα and εἶδος; hence, properly, 'rocklike,' 'having the appearance of rock'), rocky, stony: τό πετρῶδες and τά πετρώδη, of ground full of rocks, Sophocles, Plato, Aristotle, Diodorus 3,45 (44), Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ
πέτρα
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από πέτρα, χωρίς αρκετό χώμα, βραχώδης, γεμάτος πέτρες («λόφος πετρώδης και περίκρημνος», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από πέτρα («ἄνθρωποι πετρώδεις καὶ δενδρώδεις», Ηράκλ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ πετραῑον, τὰ πετραῑα
βραχώδης τόπος
3. φρ. α) «πετρώδης κατῶρυξ» — τάφος σκαμμένος, μέσα σε βράχο
β) «πετρώδης δεσμός» — πέτρινο δεσμωτήριο, πέτρινη φυλακή.

Greek Monotonic

πετρώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πέτρα ή λίθο, πετρώδης, πέτρινος, βραχώδης, όπως το πετραῖος, πετρώδης κατῶρυξ, λέγεται για τάφο, σε Σοφ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετρώδης -ες [πέτρα] rotsachtig, rotsig.

Russian (Dvoretsky)

πετρώδης:
1) похожий на камень, каменистый, скалистый (λόφος Plut.): τὰ πετρώδη Plat. камнеобразные вещества, NT каменистая почва;
2) высеченный в скале (ἡ κατῶρυξ Soph.).

Middle Liddell

πετρ-ώδης, ες εἶδος
like rock or stone, rocky, stony, like πετραῖος, π. κατῶρυξ, of a grave, Soph., Plat.

Chinese

原文音譯:petrèdhj 胚特而-哦得士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:石頭-覺察的
字義溯源:石頭似的,石頭地,石頭,石地;由(πέτρα)=巖石)與(εἶδος)=觀察)組成;其中 (πέτρα)出自(Πέτρος)*=石頭),而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
出現次數:總共(4);太(2);可(2)
譯字彙編
1) 石頭(2) 太13:5; 太13:20;
2) 石頭地(1) 可4:16;
3) 石地(1) 可4:5