мучительный: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀτερπής]], [[ἐπώδυνος]], [[ἀλγεινός]], [[δίπονος]], [[πολύπικρος]], [[ἄθλιος]], [[ἀέθλιος]], [[πολυπενθής]], [[ἐπισμυγερός]], [[θυμοφθόρος]], [[ἄγριος]], [[δυσηλεγής]], [[λυγρός]], [[πολυκηδής]], [[διώδυνος]], [[δυσώδινος]], [[πρόπονος]], [[ὠμοδακής]], [[πολύπονος]], [[ἰσχυρός]], [[τρυσάνωρ]], [[αἰανής]], [[δαΐκτωρ]], [[βουλιμία]], [[μακρόπονος]], [[δυήπαθος]], [[ἀχθεινός]], [[περιώδυνος]], [[ἀλγινόεις]], [[βαρυαχής]], [[βαρυαλγής]], [[ἀβίωτος]], [[δύσκολος]], [[ἀστεργής]], [[λυπηρός]], [[μογερός]], [[πικρός]], [[ὀξύς]], [[δυσβίοτος]], [[προσάντης]], [[δυσκηδής]], [[ὀδυνηρός]], [[ὀδυναρός]], [[πολυώδυνος]], [[διαλγής]], [[αἴθων]], [[ονος]], [[καρτερός]], [[στερρός]], [[θερμός]], [[καματώδης]], [[δυσύποιστος]], [[δυσπέρατος]], [[ἀργαλέος]], [[δυσχερής]], [[ἐπίπονος]], [[λυπρός]], [[βαρύμοχθος]], [[δύσζωος]], [[καματηρός]], [[δύσλοφος]], [[ἔγκοπος]], [[βίαιος]], [[τραχύς]], [[τρηχύς]] | |rueltext=[[χειμέριος]], [[ἀτερπής]], [[ἐπώδυνος]], [[ἀλγεινός]], [[δίπονος]], [[πολύπικρος]], [[ἄθλιος]], [[ἀέθλιος]], [[πολυπενθής]], [[ἐπισμυγερός]], [[θυμοφθόρος]], [[ἄγριος]], [[δυσηλεγής]], [[λυγρός]], [[πολυκηδής]], [[διώδυνος]], [[δυσώδινος]], [[πρόπονος]], [[ὠμοδακής]], [[πολύπονος]], [[ἰσχυρός]], [[τρυσάνωρ]], [[αἰανής]], [[δαΐκτωρ]], [[βουλιμία]], [[μακρόπονος]], [[δυήπαθος]], [[ἀχθεινός]], [[περιώδυνος]], [[ἀλγινόεις]], [[βαρυαχής]], [[βαρυαλγής]], [[ἀβίωτος]], [[δύσκολος]], [[ἀστεργής]], [[λυπηρός]], [[μογερός]], [[πικρός]], [[ὀξύς]], [[δυσβίοτος]], [[προσάντης]], [[δυσκηδής]], [[ὀδυνηρός]], [[ὀδυναρός]], [[πολυώδυνος]], [[διαλγής]], [[αἴθων]], [[ονος]], [[καρτερός]], [[στερρός]], [[θερμός]], [[καματώδης]], [[δυσύποιστος]], [[δυσπέρατος]], [[ἀργαλέος]], [[δυσχερής]], [[ἐπίπονος]], [[λυπρός]], [[βαρύμοχθος]], [[δύσζωος]], [[καματηρός]], [[δύσλοφος]], [[ἔγκοπος]], [[βίαιος]], [[τραχύς]], [[τρηχύς]], [[δυστάλας]], [[ἀδινός]], [[χαλεπός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:10, 15 October 2019
Russian > Greek
χειμέριος, ἀτερπής, ἐπώδυνος, ἀλγεινός, δίπονος, πολύπικρος, ἄθλιος, ἀέθλιος, πολυπενθής, ἐπισμυγερός, θυμοφθόρος, ἄγριος, δυσηλεγής, λυγρός, πολυκηδής, διώδυνος, δυσώδινος, πρόπονος, ὠμοδακής, πολύπονος, ἰσχυρός, τρυσάνωρ, αἰανής, δαΐκτωρ, βουλιμία, μακρόπονος, δυήπαθος, ἀχθεινός, περιώδυνος, ἀλγινόεις, βαρυαχής, βαρυαλγής, ἀβίωτος, δύσκολος, ἀστεργής, λυπηρός, μογερός, πικρός, ὀξύς, δυσβίοτος, προσάντης, δυσκηδής, ὀδυνηρός, ὀδυναρός, πολυώδυνος, διαλγής, αἴθων, ονος, καρτερός, στερρός, θερμός, καματώδης, δυσύποιστος, δυσπέρατος, ἀργαλέος, δυσχερής, ἐπίπονος, λυπρός, βαρύμοχθος, δύσζωος, καματηρός, δύσλοφος, ἔγκοπος, βίαιος, τραχύς, τρηχύς, δυστάλας, ἀδινός, χαλεπός