σκηπτοῦχος: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skiptoychos | |Transliteration C=skiptoychos | ||
|Beta Code=skhptou=xos | |Beta Code=skhptou=xos | ||
|Definition=Dor. σκαπτ-, ον, (σκῆπτον, ἔχω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing a staff, baton</b>, or | |Definition=Dor. σκαπτ-, ον, (σκῆπτον, ἔχω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing a staff, baton</b>, or [[sceptre]] as the badge of command, <b class="b3">σ. βασιλεύς</b> a [[sceptred]] king, <span class="bibl">Il.2.86</span>, <span class="bibl">Od.2.231</span>, etc.; ὅς τις σ. εἴη <span class="bibl">Il.14.93</span>: c. gen., <b class="b3">θεῶν σ</b>., of Aphrodite, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>55.11</span>; [<b class="b3">Ἄρης] ἠνορέης σ</b>. <span class="bibl"><span class="title">h.Mart.</span>6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Subst., <b class="b2">wand-bearer</b>, a great officer in the Persian court, generally a eunuch, <b class="b3">ἢ τύραννος ἢ σ</b>. <span class="bibl">Semon.7.69</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.3.15</span>, <span class="bibl">8.1.38</span>, <span class="bibl">8.3.15</span>, <span class="bibl"><span class="title">An.</span>1.6.11</span>; of Scythian princelings, <span class="title">IPE</span>12.32<span class="hiitalic">A</span>42 (Olbia, iii B.C.); later, of [[beadles]] at Ephesus, <span class="title">BMus.Inscr.</span>4.481*.300, <span class="title">Ephes.</span> 4(1) No.4.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:31, 28 June 2020
English (LSJ)
Dor. σκαπτ-, ον, (σκῆπτον, ἔχω)
A bearing a staff, baton, or sceptre as the badge of command, σ. βασιλεύς a sceptred king, Il.2.86, Od.2.231, etc.; ὅς τις σ. εἴη Il.14.93: c. gen., θεῶν σ., of Aphrodite, Orph.H.55.11; [Ἄρης] ἠνορέης σ. h.Mart.6. 2 Subst., wand-bearer, a great officer in the Persian court, generally a eunuch, ἢ τύραννος ἢ σ. Semon.7.69, cf. X.Cyr.7.3.15, 8.1.38, 8.3.15, An.1.6.11; of Scythian princelings, IPE12.32A42 (Olbia, iii B.C.); later, of beadles at Ephesus, BMus.Inscr.4.481*.300, Ephes. 4(1) No.4.
German (Pape)
[Seite 896] das Scepter habend, haltend, d. i. das Zeichen der höchsten Gewalt im Kriege u. im Frieden tragend; dei Hom. Beiwort von βασιλεύς, Il. 2, 86 Od. 2, 231 u. öfter; Eur. I. T. 235. – Am persischen Hofe der Scepterträger, ein hohes Hof- u. Staatsamt, das nur Verschnittene bekleideten, Xen. Cyr. 7, 3, 16. 8, 1, 38 An. 1, 6, 11, etwa Hofmarschall.
Greek (Liddell-Scott)
σκηπτοῦχος: Δωρ. σκαπτ-, ον, (σκῆπτον, ἔχω) ὁ φέρων ῥάβδον ἢ σκῆπτρον ὡς σημεῖον τῆς ἀρχηγίας, σκ. βασιλεύς, ἔχων σκῆπτρον, σκηπτροφόρος, Ἰλ. Β. 86, Ὀδ. Β. 231, κτλ.· ὅστις σκ. εἴη, Ἰλ. Ξ. 93· μετὰ γεν., σκ. θεῶν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὀρφ. Ὕμν. 54 (55). 11· Ἄρης ἠνορέης σκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἄρην 6. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων ῥαβδίον, σκῆπτρον, μέγας ἀξιωματικὸς τῆς Περσικῆς αὐλῆς· καθόλου, εὐνοῦχος, ἢ τύραννος ἢ σκ. Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 69, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 3, 16., 8. 1, 38., 8. 3, 15, Ἀνάβ. 1. 6, 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui porte un sceptre :
1 roi, chef;
2 chez les Perses grand de l’empire.
Étymologie: *σκῆπτον, ἔχω.
English (Autenrieth)
(σκῆπτρον, ἔχω): sceptre-holding, sceptred, epithet of kings; as subst., Il. 14.93.
Spanish
Greek Monolingual
-ο / σκηπτοῦχος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῦχος Α
αυτός που φέρει σκήπτρο ή ράβδο ως ένδειξη εξουσίας, ηγεμόνας
μσν.
(στο Βυζ.) προσωνυμία του αυτοκράτορα («σκηπτοῦχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε κοσμοκράτωρ», Πρόδρ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκηπτοῦχος
α) ανώτερος αξιωματούχος στην περσική αυλή, ο οποίος ήταν, συνήθως, ευνούχος
β) επιστάτης στην Έφεσο
γ) ηγεμονίσκος στη Σκυθία
2. φρ. «θεῶν σκηπτοῦχος»
α) η Αφροδίτη
β) ο Αρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτον «σκήπτρο», που μαρτυρείται μόνο στον δωρ. τ. σκᾶπτον (πρβλ. σκαπτοῦχος) + -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
σκηπτοῦχος: Δωρ. σκαπτ-, -ον (σκῆπτον, ἔχω)·
1. αυτός που κρατάει ραβδί ή σκήπτρο ως χαρακτηριστικό γνώρισμα εξουσίας· σκηπτοῦχος βασιλεύς, ο βασιλιάς που κρατάει σκήπτρο, σε Όμηρ.
2. ως ουσ., ραβδούχος, αξιωματικός της Περσικής αυλής, αυλάρχης, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σκηπτοῦχος: дор. σκαπτοῦχος ὁ
1) держащий скиптр, властвующий (βασιλεύς Hom.): Ἄρης ἠνορέης σ. HH Арей, верховный властитель мужества;
2) (в Персии) скиптродержец, т. е. высший царедворец (οἱ περὶ τὸν Κῦρον σκηπτοῦχοι Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηπτοῦχος -ον [~ σκῆπτρον, ἔχω] Dor. σκᾱπτοῦχος scepter-dragend:; σ. βασιλεύς scepterdragende koning Il. 2.86; met gen. heersend over:. Plut. Rom. 17.6.
Middle Liddell
σκῆπτον, ἔχω]
1. bearing a staff or sceptre as the badge of command, σκ. βασιλεύς a sceptred king, Hom.
2. as Subst. a wand-bearer, an officer in the Persian court, Xen.