ἐγκαθίζω: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egkathizo | |Transliteration C=egkathizo | ||
|Beta Code=e)gkaqi/zw | |Beta Code=e)gkaqi/zw | ||
|Definition=Ion. ἐγκατίζω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">seat in</b> or | |Definition=Ion. ἐγκατίζω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">seat in</b> or [[upon]], εἰς θρόνον <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>553c</span>; <b class="b3">ἐ. στρατιὰν ἐν τοῖς τόποις</b> [[station]] a force [[in]] a place, <span class="bibl">Plb.16.37.4</span>: aor. 1 Med., <b class="b3">ναὸν ἐγκαθείσατο</b> (vulg. <b class="b3">ἐγκαθείσατο</b>, cf. <b class="b3">ἐγκαθισάμενοι τὰ ὅπλα</b> v.l. in <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.1.2</span>) [[founded]] a temple [[there]], <span class="bibl">E. <span class="title">Hipp.</span>31</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">administer a sitz-bath to</b> one, <span class="bibl">Sor.1.64</span>, Herod.Med. ap.<span class="bibl">Orib.6.20.18</span>, etc.:—Pass., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.35</span>; also, <b class="b2">to be used for such</b>, Dsc.5.13,30. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b2">cause to subside upon</b>, τοῖς κοιλώμασι τὴν ὑπερκειμένην γῆν <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Ost.</span>53</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> intr., <b class="b2">sit in</b> or [[upon]], [<b class="b3">θρόνῳ</b>] <span class="bibl">Pi. <span class="title">P.</span>4.153</span>:—Med., <b class="b3">ἐγκατίζεσθαι εἰς θρόνον</b> <b class="b2">take one's seat</b> on... <span class="bibl">Hdt.5.26</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:35, 29 June 2020
English (LSJ)
Ion. ἐγκατίζω,
A seat in or upon, εἰς θρόνον Pl.R.553c; ἐ. στρατιὰν ἐν τοῖς τόποις station a force in a place, Plb.16.37.4: aor. 1 Med., ναὸν ἐγκαθείσατο (vulg. ἐγκαθείσατο, cf. ἐγκαθισάμενοι τὰ ὅπλα v.l. in J.BJ5.1.2) founded a temple there, E. Hipp.31. 2 administer a sitz-bath to one, Sor.1.64, Herod.Med. ap.Orib.6.20.18, etc.:—Pass., Hp.Mul.1.35; also, to be used for such, Dsc.5.13,30. 3 cause to subside upon, τοῖς κοιλώμασι τὴν ὑπερκειμένην γῆν Lyd.Ost.53. II intr., sit in or upon, [θρόνῳ] Pi. P.4.153:—Med., ἐγκατίζεσθαι εἰς θρόνον take one's seat on... Hdt.5.26.
German (Pape)
[Seite 703] (s. ἵζω), darauf setzen; εἰς τὸν θρόνον τινά, Plat. Rep. VIII, 553 c, wie im med., ἐγκαθιζόμενος ἐς θρόνον, sich darauf setzend, Her. 5, 26; vgl. Ar. Eccl. 23; darin aufstellen, ἐγκαθίσαι ἄγαλμα Poll. 1, 11; vgl. ναῷ Κύπριδος ἐγκαθίσατο (v. l. ἐγκαθείσατο) Ἔρωτα Eur. Hipp. 31; ἐνεκάθισε στρατιὰν ἐν τοῖς τόποις, ließ es sich lagern, Pol. 16, 37, 4; – intrans., daraufsitzen, θρόνῳ Pind. P. 4, 153, wie Poll. 1, 209.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθίζω: Ἰων. -κατίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, καθίζω τινὰ ἔν τινι τόπῳ ἢ ἐπάνω εἴς τι, εἰς θρόνον Πλάτ. Πολ. 553C. 2) ἐγκ. στρατιὰν ἐν χωρίῳ τινί, τοποθετῶ δύναμιν στρατιωτικὴν ἔν τινι τόπῳ, Πολύβ. 16. 37, 4: - οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ. α΄, ναὸν ἐγκαθείσατο (κοινῶς ἐγκαθίσατο, ὡς ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 1, 2, ἐγκαθισάμενοι τὰ ὅπλα), ἵδρυσεν ἐκεῖ ναόν, Εὐρ. Ἱππ. 31. ΙΙ. ἀμετάβ. κάθημαι ἐντὸς ἢ ἐπί τινος, θρόνῳ Πινδ. Π. 4. 272· ἀλλ’ (ἐν τῷ μέσ.), ἐγκατίζεσθαι εἰς θρόνον, καθίζομαι εἰς θρόνον, Ἡρόδ. 5. 26.
French (Bailly abrégé)
f. ἐγκαθίσω, att. ἐγκαθιῶ;
asseoir;
Moy. ἐγκαθίζομαι;
1 asseoir, établir, fonder;
2 s’asseoir, ἔς τι sur qch.
Étymologie: ἐν, καθίζω.
English (Slater)
ἐγκᾰθίζω
1 sit upon c. dat. “θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων” (P. 4.153)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. -κατίζω Hdt.5.26
• Morfología: [v. med. aor. ἐγκαθείσατο E.Hipp.31]
A intr.
I en v. act.
1 sentarse en θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθεΐδας ἐγκαθίζων Pi.P.4.153, ἐνεκάθισα ἐπὶ θρόνου πατέρων μου LXX 1Ma.10.52, φύλλων θῶκος ... μαλακὸς ἐγκαθίσαι Hp.Ep.17.3
•en v. med. mismo sent. ἐγκατιζόμενος ἐς τοῦτον τὸν θρόνον Hdt.l.c., οἶκος ... στῆναί τε καὶ ἐγκαθίζεσθαι προσηνέστατος una sala de lo más agradable para estar en ella de pie o sentado Luc.Hipp.6
•sentarse en o dentro de ὕδατα ... ἀφ' ὧν καὶ πίνουσι καὶ ἐγκαθίζοντες θεραπεύονται νόσους Str.5.3.1.
2 establecerse en o entre, quedarse a residir c. dat. ἐγκάθιζε τοῖς μὲν βουλομένοις Lib.Or.15.77.
3 colocarse en asechanza, acechar c. dat. ἐνεκάθισας τῷ οἴκῳ Ισραηλ δόλῳ asechaste con engaños a la casa de Israel LXX Ez.35.5, ἐπορεύθησαν εἰς τὴν ἐνέδραν καὶ ἐνεκάθισαν ἀνὰ μέσον Βαιθηλ LXX Io.8.9, ἐνκαθίσας παρὰ τῇ θύρᾳ τῆς οἰκίας αὐτοῦ UPZ 19.9 (II a.C.), ἐγκαθίσαι δὴ καὶ ἐνεδρεῦσαι Ph.1.84.
II en v. med., medic. tomar baños de asiento ταύτην ... ἐγκαθίζεσθαι παρηγορικῶς Hp.Mul.1.35, ἐν ὕδατι θερμῷ ἐγκαθιζέσθω Hp.Mul.1.78, ἐγκαθιζέσθωσαν εἰς ὑδρέλαιον Orib.Ec.63.9.
B tr.
I en v. med. erigir, fundar ναὸν Κύπριδος ἐγκαθείσατο E.l.c.
II en v. act. fact.
1 hacer sentar ἐγκαθίζειν εἰς τὸν θρόνον entronizar sent. fig. οὐκ οἴει τὸν τοιοῦτον εἰς μὲν τὸν θρόνον ἐκεῖνον τὸ ἐπιθυμητικὸν ... ἐγκαθίζειν; Pl.R.553c, cf. Aristid.Or.3.653
•hacer sentar entre en una asamblea o tribunal ἐγκαθίσατε δύο ἄνδρας ... ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ καὶ καταμαρτυρησάτωσαν αὐτοῦ LXX 3Re.20.10
•asentar ἱζηματίαι δὲ οἳ τοῖς κοιλώμασι τὴν ὑπερκειμένην ἐγκαθίζουσι γῆν Lyd.Ost.53.
2 medic. hacer dar baños de asiento ἐγκαθίζοντα αὐτὰς ... <ἐν ὅτῳ> ἂν δοκέῃ ξυμφέρειν Hp.Superf.29, ἐγκαθίζειν μὲν οὖν αὐτὰς ... εἰς τὰ στύφοντα ἀφεψήματα Sor.3.14.13, cf. Aët.16.109, Paul.Aeg.3.62.3, c. el ac. frec. impl. εἰς ψυχρὰν δεξαμένην ἐπὶ πλεῖστον ἐγκάθιζε Gal.14.371.
2 milit. hacer acampar τὴν στρατιὰν ἐν τοῖς περὶ τὸν Σκοτίταν ... τόποις Plb.16.37.4, λόχους ἐν τοῖς ἐπικαίροις τῶν χωρίων D.H.9.20, cf. 3.64
•abs. hacer acampar las tropas ὃς ἐγκαθίσας εἰς τὴν Βοιωτίαν Aristid.Or.13.15
•apostar, colocar en emboscada λόχον Polyaen.5.38.
Greek Monolingual
(AM ἐγκαθίζω)
νεοελλ.
φρ.
1. (για άλογο) «εγκαθίζω τον ίππο» — κάνω το άλογο να καλπάσει με τους γλουτούς χαμηλότερα από τους ώμους
2. «εγκαθίζω το πέταλο» — το προσαρμόζω στην οπλή
αρχ.-μσν.
βάζω κάποιον να καθίσει σ΄ έναν τόπο ή πάνω σε κάτι
αρχ.
1. κάνω σε κάποιον ποδόλουτρο
2. αφήνω να καθίσει, να πέσει κάτι πάνω σε κάτι άλλο.
Greek Monotonic
ἐγκαθίζω: Ιων. -κατίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ,
I. καθίζω κάποιον σε κάποιο μέρος ή πάνω σε κάτι, σε Πλάτ.· ομοίως και στο Μέσ. αόρ. αʹ, ναὸν ἐγκαθείσατο, ίδρυσε ένα ναό εκεί, σε Ευρ.
II. Μέσ., καταλαμβάνω τη θέση, τον θρόνο κάποιου, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαθίζω: ион. ἐγκατίζω
1) сажать (τινὰ εἰς θρόνον Eur.); med. садиться (ἐς τοῦτον τὸν θρόνον Her.);
2) помещать, располагать (στρατιὰν ἐν τῷ τόπῳ Polyb.);
3) med. воздвигать, строить (ναὸν Κύπριδος Eur.);
4) сидеть (θρόνῳ Pind.).
Middle Liddell
ionic -κατίζω fut. attic ῐῶ
I. to seat in or upon, Plat.:—so in aor1 mid., ναὸν ἐγκαθείσατο founded a temple there, Eur.
II. Mid. to take one's seat on, Hdt.